«Φᾶε λοιπὸν ἐλπίδες!»
ΣΧΟΛΙΟ ΟΙΜΟΥ ΑΘΗΝΑΣ
Συμφωνοῦμε μὲ τὸ ἄρθρο τῆς φίλης Φιλονόης γι΄ αὐτό καὶ τὸ ἀναδημοσιεύουμε. Ὅμως στὸ σημεῖο ποὺ ἀναφέρεται στὸ "ἔχει ὁ Θεὸς" τοῦ ἐπιχειρηματία, κάνει κάποιο λάθος.
Κατ΄αρχὰς τὸ ἐρώτημα "ποιὸς Θεὸς, ἀπ΄ὅλους;", εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ λάθος...διότι ὁ Θεὸς, ἐφ΄ὅσον δεχθοῦμε ὅτι ὑπάρχει, εἶναι ἕνας!Καὶ δευτερευόντως ἡ ἔκφραση "ἔχει ὁ Θεὸς" σημαίνει ὅτι Ἐκεῖνος γνωρίζει καλύτερα ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ναὶ μὲν ἐπέτρεψε τὴν δοκιμασία αὐτὴ πατρικὰ γιὰ νὰ συνετιστοῦμε ἀλλὰ δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει. Ἄλλως τε οἱ τρόποι ποὺ προτείνει ἐκείνη νὰ ἐνεργήσουμε εἶναι ἀκριβῶς αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς θέλει νὰ μᾶς ὁδηγήσει, στὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴ φύση, στὴν ἀλληλοβοήθεια, στὴν ἔνοια γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ διπλανοῦ...
Στὸ «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χείρα κίνει» καὶ σ΄ὅλα τὰ ὑπόλοιπα συμφωνοῦμε...
«Φᾶε λοιπὸν ἐλπίδες!»
ἀκριβῶς αὐτὸ τρῶμε... ἐλπίδες
Τὴν Κυριακὴ βρέθηκα μὲ κάποιους φίλους ποὺ εἶχα νὰ δῶ ἀρκετὸν καιρό. Μεταξὺ αὐτῶν, ὁ Νίκος.
Τρία χρόνια καὶ κάτι δίχως δουλειά ὁ Νίκος. Ἀλλὰ ἐλπίζει ὁ Νίκος. Κάτι σὲ κάτι χωράφια συγγενοῦς του κάνει, ἴσα γιὰ νὰ βγάζῃ τὸ χαρτζιλίκι του. Ἀλλὰ πεινάει ὁ Νίκος.
Ὅταν ἔρχεται στὴν Ἀθήνα φορτώνεται στὴν ἀδελφή του. Τρώει ἐκεῖ, πίνει ἐκεῖ, κοιμᾶται ἐκεῖ. Τζᾶμπα ὁ Νίκος. Ὄχι, δὲν εἶναι φυγόπονος. Οὔτε τεμπέλης. Οὔτε σταματᾶ νὰ ἀναζητᾶ ἐργασία. Ἁπλῶς ἐλπίζει. Κι ὅταν τελειώνῃ τὸ χρῆμα, τρέχει στὸ χωριὸ καὶ σκάβει. Οὔτε γιὰ τὰ εἰσιτήριά του δὲν ἔχει χρήματα. Ἐὰν βρεθῇ κάποιος νὰ τὸν μεταφέρῃ, ἔχει καλῶς. Διαφορετικῶς ποδήλατο, ποδαράδα ἢ …ἀναμονή!
«Πᾶρε γαϊδούρι», τοῦ λέω καὶ σκάει στὰ γέλια. «Γιατί γελᾶς; Οἰκονομικότατον τὸ γαϊδούρι. Μία γωνίτσα καὶ λίγο σανό. Καὶ ἀπὸ χιλιόμετρα, μία χαρά!!!» Γελοῦσε ὁ Νίκος μὲ τὰ λεγόμενά μου.
Ἐκεῖ κάπου, ἐπίσης γελῶντας, πετάγεται ὁ Βασίλης. «Κι ἐγὼ δουλεύω γιὰ τὴν ὥρα, ἀλλὰ ἔως τὰ μέσα Ἰανουαρίου μᾶλλον θὰ σταματήσω! Ἀλλὰ κάτι θὰ γίνῃ. Δὲν θὰ χαθοῦμε! Γαϊδούρι ὅμως δὲν παίρνω! Τί θά τό κάνω τό αὐτοκίνητο; Ἔχω τὴν ἐλπίδα πὼς δὲν θὰ χαθοῦμε!»
«Καλὰ Βασίλη, φᾶε ἐλπίδα ἐσύ!!!
Βρὲ σεῖς, ἔχετε καταλάβει πώς τό παιχνίδι στήν πόλι τελείωσε; Πάπαλα; Δέν πάει ἄλλο; Ἔχετε καταλάβει πώς ἐάν δέν παράξουμε τήν τροφή μας θά ψοφήσουμε ὅλοι; Ἔχετε καταλάβει πώς κάθε θέσις πού κόβεται, κόβεται διά παντός;» ἀπαντῶ καὶ στοὺς δύο.
Σταμάτησαν τὰ γέλια καὶ μὲ κύτταγαν ἀμίλητοι. Τότε πετάχτηκε ἡ Μαρία καὶ κάτι εἶπε… Μετὰ ἡ Βάνα… Μετὰ κάποιος ἄλλος… Τοὺς πόνεσαν τὰ λόγια μου, τὸ ξέρω. Ἀλλὰ δὲν γίνεται νὰ παίζουμε ἄλλο κρυφτούλι μὲ τὶς ἐλπίδες. Κάποτε πρέπει κι αὐτὲς νὰ τελειώσουν καὶ νὰ ξεκινήσουμε ἐπὶ τέλους γιὰ τὸ ἐπόμενον βῆμα.
Ἡ συζήτησις ἐξακολούθησε ἀργότερα. Λίγο λίγο, πρῶτος ὁ Βασίλης, μετὰ ἡ Βάνα καὶ κάπου στὸ τέλος ὁ Νίκος, ἄρχισαν νὰ ἀντιλαμβάνονται τὸ τὶ τοὺς ἔλεγα. Ὁ ἕνας θυμήθηκε τὸ χωραφάκι του στὸ χωριό. Ὁ ἄλλος τὰ κτήματα τοῦ παπποῦ. Ἡ ἄλλη τὸ νησί της. «Ξυπνᾶμε», σκέφθηκα, «ἀλλὰ θέλουμε κλωτσιές».
Πότε θά πάῃ ὁ Νίκος νά μείνῃ μόνιμα στό χωριό του; Ἢ ὁ Βασίλης; Ἢ ὁ κάθε ἄλλος;
Εἰλικρινῶς δὲν γνωρίζω. Δὲν μὲ ἀφορᾷ. Αὐτὸ ποὺ λίγοι, εὐτυχῶς, ἔχουν ἤδη καταλάβει, εἶναι πὼς τὰ πράγματα δὲν εἶναι γιὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε ἐπιπόλαια. Οἱ καταστάσεις σκληραίνουν κι ἐμεῖς εἴμαστε ἀνέτοιμοι. Εἰσάγουμε τὰ πάντα. Σὲ μίαν στραβοτιμονιά, ποὺ ἀπὸ καθαρὲς συμπτώσεις ἔχουμε ἀποφύγει ἔως τώρα, θὰ κυττᾶμε τὶς κατσαρόλες μας, ποὺ θὰ παραμένουν ἄδειες, ἀλλὰ δυστυχῶς, μὲ ἐλπίδα δὲν θὰ γεμίζουν.
Τὰ παιδιά μας τί θά τά κάνουμε; Θά τά θυσιάσουμε σέ κάποιο ὀρφανοτροφεῖο; Τούς γέροντες γονεῖς μας; Τί θά τούς κάνουμε; Θά τούς πετάξουμε διότι δέν θά πληρώνῃ τό ταμεῖο τους φάρμακα καί περίθαλψι;
Χάσαμε τήν δουλειά μας; Καί τί κάνουμε; Ψάχνουμε; Πόσον καιρό; Ψάξαμε ἕναν μῆνα, δύο, τρεῖς… Καί μετά; Τί; Τέλος; Πάει καὶ τὸ ταμεῖο ἀνεργίας, πάει καὶ ὁ λογαριασμὸς στὴν τράπεζα… Πᾶνε καὶ τὰ δανεικά… Πᾶνε ὅλα. Τί θά φᾶμε;
Ἐάν αὔριο τό εὐρῶ γινόταν χαρτάκια τοῦ ἀέρος, μέ τί θά ἀγοράζαμε τροφή; Μέ τά χαρτάκια μας; Σοβαρολογοῦμε;
Θυμώνω… Ἴσως κάνω ἄσχημα.. Ἀλλὰ θυμώνω!
Ἐχθὲς πάλι μπῆκα σὲ κάποιο κατάστημα νὰ ἀγοράσω κάτι. Παντοῦ γύρω μου πινακίδες ποὺ ἀνέγραφαν: «κλείνουμε-γενικὸ ξεπούλημα». Λυπήθηκα.
Τὸ κατάστημα αὐτὸ ἦταν ἐκεῖ τοὐλάχιστον εἴκοσι χρόνια. Ὁ ἐπιχειρηματίας γνωστός μου πλέον, μετὰ ἀπὸ τόσον καιρό. Μία ἐπιχείρησις ποὺ, ἔως πρὸ τινός, ἀνθοῦσε. Ὑποδήματα παντὸς εἴδους. Κι ἂς εἶχε φορτώσει μὲ κινέζικα τὴν βιτρίνα του τὰ τελευταῖα χρόνια.
Ἔπιασα πάλι κουβέντες. Τὸν ἐρώτησα: «Τί θά κάνῃς τώρα;»
«Ἔχει ὁ θεός», μοῦ ἀπαντᾶ!»
«Ὁ θεὸς ἴσως καὶ νὰ ἔχῃ! Ἐσὺ δὲν ἔχεις. Καὶ ὄχι μόνον δὲν ἔχεις, ἀλλὰ ἀδυνατεῖς νὰ δῇς λίγο παρακάτω καὶ νὰ συνειδητοποιήσῃς πὼς κι αὐτὰ ποὺ ἔχεις, κινδυνεύεις νὰ τὰ χάσῃς διὰ παντός!»
Μὲ κύτταξε ἔκπληκτος! Ἔντρομος! Ἄναυδος….
Τί τοῦ ἔλεγα; Γιατί τοῦ κατέστρεφα τήν ἐλπίδα; Τόσον θυμό γιατί τόν ἔβγαλα ἐπάνω του;
Δὲν γίνεται ὅμως. Κι αὐτός, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι, ἀκριβῶς τὰ ἴδια ἀναμασοῦν!
«Ἔχει ὁ θεός!»
Ποιός θεός ἀπό ὅλους ἔχει; Ὁ δικός μου; Ὁ δικός σου; Ὁ δικός του; Τοῦ τραπεζίτου; Τοῦ Μπένυ ἢ τοῦ Παπαδημίου; Διότι ἐὰν κρίνω ἀπὸ τὰ ἔως τώρα πεπραγμένα, ἔχει γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, πλὴν ἡμῶν.
Κι ἐπεὶ δὴ ὁ θεὸς τῶν ἄλλων ἔχει, κι ὄχι ὁ δικός μας, σὲ ἐμᾶς δὲν ἔδωσε ἀκόμη κάτι, καλὸ θὰ ἦταν νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸ «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χείρα κίνει».. Μόνη της ἡ ῥημάδα δὲν κάνει τίποτα. Πρέπει κι ἐμεῖς νὰ βάλουμε τὸ χέρι μας.
«Καί τί νά κάνουμε;», θὰ ῥωτήσῃ ὁ κάθε βαλλόμενος ἐπιχειρηματίας. «Ἀπὸ παντοῦ μᾶς τὰ παίρνουν! Φτωχαίνουμε! Κρίσις εἶναι καὶ θὰ περάσῃ!»
Καλά… Ἂς παρηγορηθοῦμε κι ἂς ἐλπίζουμε.
Κρίσις εἶναι καὶ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣῌ!!! Καὶ δὲν θὰ περάσῃ διότι τὴν χρειαζόμασταν, πρὸ κειμένου νὰ ἀλλάξουμε στάσι ζωῆς καὶ ἀντίληψι.
Δὲν θὰ περάσῃ αὐτὴ ἡ κρίσις διότι μέσα ἀπὸ αὐτὴν ἐμεῖς πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τρόπους νὰ βιοποριστοῦμε, ὄχι βασιζόμενοι σὲ ὅσα ξέραμε. Αὐτὰ μᾶς τελείωσαν. Βασιζόμενοι μόνον στὴν ἀντίληψι, στὴν ἀλλαγὴ ὀπτικῆς καὶ στὴν ἐπιστροφὴ μας στὴν Φύσι.
Δὲν θὰ περάσῃ αὐτὴ ἡ κρίσις. Δὲν γίνεται νὰ περάσῃ.
Ὅπως ἔλεγε κάποιος οἰκονομικὸς ἀναλυτής, εἶναι σὰν τὸν καρκίνο ποὺ ἐξαπλώνεται καὶ μόνον σκοτώνει! Δὲν θεραπεύεται!
Αὐτὸ εἶναι ἡ οὐσία καὶ τὸ μυστικό. Αὐτὸ πρέπει νὰ μάθουμε γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε. Ἡ κρίσις δὲν θὰ περάσῃ! Αὐτὰ ποὺ εἴχαμε, καλὸ θὰ ἦταν νὰ τὰ ξεχάσουμε. Ἔτσι κι ἀλλοιῶς ὅλοι μας ἀναμένουμε ἀπὸ ἑβδομάδα σὲ ἑβδομάδα τὴν χρεοκοπία. Τί καλλίτερο θά φέρῃ μία χρεοκοπία;
Γνωρίζω πὼς ἤμασταν καλομαθημένοι. Ἢ ὀρθότερα, κακομαθημένοι. Διόλου σεμνοί, διόλου προσεκτικοὶ καὶ μὲ καμμίαν μέριμνα γιὰ τὸ αὔριο. Αὐτὸ ὄμως μᾶς τελείωσε. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα θὰ ἐπιβιώσουν μόνον ὅσοι σταθοῦν γρήγορα στὰ πόδια τους καὶ ἀλλάξουν τοὺς δρόμους τους.
Πονάει. Κι ἐμένα μὲ πονάει, ὅπως ὅλους μας.
Ἀλλὰ θεωρῶ ἀπαράδεκτον νὰ ἐκδίδονται Ἑλληνίδες μᾶνες, διότι δὲν σκέφτεται κάποιος πὼς ὑπάρχει μία Γῆ ποὺ ἀναζητᾶ χέρια γιὰ νὰ καρπίσῃ! Θεωρῶ ἀπαράδεκτον νὰ παραμένουν χιλιάδες παιδιὰ σὲ ὀρφανοτροφεῖα, διότι ἕνας γονέας ἀδυνατεῖ νὰ τὰ ταΐζῃ! Θεωρῶ ἀπαράδεκτον νὰ ἔχουμε χιλιάδες ἀστέγους καὶ πεινασμένους! Ἀπαράδεκτον!!!!
Θεωρῶ ἀπαράδεκτον νὰ εἰσάγουμε μέλι, ἀμύγδαλα, τυριά, κρέατα, λάδια. Θεωρῶ ἀπαράδεκτον νὰ μὴν ἔχουμε οὔτε μία βιοτεχνία ἐνδυμάτων. Ἢ νὰ ἔχουμε βάλει στὰ πόδια μας ὅλη τὴν πλαστικούρα τῶν κινέζων.
Δὲν ἔχουμε τελειώσει! Εἴμαστε ζωντανοί! Πρέπει νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε! Οἱ ἐλπίδες δὲν φέρνουν τροφή! Οὔτε δουλειές! Οὔτε ἀνάπτυξι!
Ὅσο μάλλιστα ἐξουσιάζουν οἱ τραπεζίτες καὶ τὰ τσιράκια τους, δὲν ὑπάρχει περίπτωσις νὰ δοῦμε προκοπή ἀπὸ αὐτούς! Δοῦλοι θέλουμε νά καταντήσουμε; Καί τά παιδιά μας γιουσουφάκια;
Δὲν ξέρω ἐὰν οἱ κρίσεις εἶναι εὐκαιρίες. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζω εἶναι ἕνα, κι ἀφορᾷ μόνον σὲ ἐμᾶς:
αὐτὴν τὴν κρίσι πρέπει ἐμεῖς νὰ τὴν κάνουμε εὐκαιρία, πρὸ κειμένου νὰ ἀναδομηθοῦμε, νὰ ἀναδομήσουμε τὴν Πατρίδα μας καὶ νὰ ἀλλάξουμε τὶς προοπτικές μας.
Μποροῦμε! Τὸ ξέρουμε! Ἔχουμε ξεπεράσει χειρότερα.
Ἔχουμε ξεφύγει ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ ὀθωμανοῦ καὶ ἀπὸ τὴν λεπίδα τοῦ κουρσάρου. Ἔχουμε γλυτώσει ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων καὶ ἀπὸ τὸ κυνήγι τῶν βυζαντινῶν. Ἔχουμε ἐπιβιώσει ἀπὸ τὴν σφαγὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὴν γενοκτονία τοῦ Πόντου.
Εἴμαστε ἐδῶ, ζωντανοί!Ὑπάρχουμε!
Γιὰ νὰ ὑπάρχουμε σήμερα, σημαίνει ἁπλούστατα πὼς ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἐδῶ καὶ νὰ κάνουμε κάτι πολὺ μεγάλο. Πῶς θά τό ἐπιτύχουμε; Σηκώνοντας τά χέρια ψηλά; Μένοντας στά πεζοδρόμια καί στά παγκάκια; Ἢ κατεβάζοντας ἐν τελῶς τά παντελόνια;
Ἕλληνες, εἴμαστε ζωντανοί! Προχωρᾶμε ἐμπρός. Πρέπει νὰ ζήσουμε καὶ θὰ ζήσουμε.
Δὲν ὑπάρχει καμμία δύναμις ἱκανὴ νὰ μᾶς καταβάλλῃ. Νὰ μᾶς λαβώσῃ ναί, νὰ μᾶς ἐξοντώσῃ ΠΟΤΕ!!!
ΦΙΛΟΝΟΗ
ΦΙΛΟΝΟΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου