Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Ο ΘΥΜΟΣ ΩΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!



ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΘΥΜΩΝΕΙΣ;




Γράφει η Φωτεινή Μαστρογιάννη

«Ο θυμός είναι καλύτερος από τη λύπη. Όταν είσαι θυμωμένος, τα πράγματα αλλάζουν».

Ο φόβος θεωρείται το πιο ισχυρό συναίσθημα. Στον φόβο έχω αναφερθεί και σε προηγούμενα κείμενά μου αλλά στο παρόν θα σταθώ στις ιδιαίτερα σημαντικές επισημάνσεις της Λωρήν Γιάνγκ (Lauren Young) στη διδακτορική της διατριβή, σε ένα επιστημονικό πεδίο σχετικά άγνωστο για τον πολύ κόσμο όπως είναι αυτό της πολιτικής ψυχολογίας. Η διατριβή αυτή πραγματεύεται την ψυχολογία της καταστολής και τη διαφωνία στον απολυταρχισμό και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 

Όσο πιο πολύ αυξάνει ο φόβος τόσο πιο αποτελεσματικές γίνονται οι απειλές καταστολής αλλά και τόσο περισσότερο μειώνεται η διάθεση του ανθρώπου να εκφράσει τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις ή ακόμα και την εναντίωσή του στο απολυταρχικό σύστημα. Αυτού του τύπου οι αλλαγές συνοδεύονται από απαισιοδοξία, απάθεια και αποφυγή του κινδύνου.

Ένα αυταρχικό καθεστώς χρησιμοποιεί τον φόβο για να τονίσει και να αυξήσει το κόστος της διαφωνίας των πολιτών σε αυτό (π.χ. μετάδοση στάσης του τύπου - ας καθίσουμε στ’αυγά μας, εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Δεν βλέπεις τι έπαθε ο Χ; ) προκειμένου αυτοί να μειώσουν την αντίστασή τους. 

Κατ’αυτό τον τρόπο, μεταδίδεται ο τρόμος (γι’αυτό και ο βομβαρδισμός με ειδήσεις τρόμου από τα ιδιωτικά μέσα μαζικής «ενημέρωσης») οι πολίτες δεν αντιδρούν, γίνονται απαισιόδοξοι και όπως προείπα, αποφεύγουν τον οποιονδήποτε κίνδυνο.

Κατ’αυτό τον τρόπο, ένα αυταρχικό καθεστώς είτε αυξάνει τις καταπιεστικές του πράξεις ή οδηγεί τα άτομα να επανεκτιμήσουν τα συναισθήματά τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα η οποία υφίσταται πλέον σε πολύ μικρότερο βαθμό όπου οι πολίτες κυριολεκτικά επανεκτίμησαν τη στάση τους, έχοντας ιδιαίτερα αυξημένο το κόστος διαφωνίας βλ. π.χ. η αύξηση αισθημάτων τύπου «θα καταστραφούμε περαιτέρω, η Ελλάδα είναι Ψωροκώσταινα και πρέπει να εξαρτάται από τους μεγάλους όπου χωρίς αυτούς δεν μπορεί να ζήσει κτλ.»)


Υπό αυτές τις συνθήκες, μορφές παθητικής αντίστασης όπως είναι το κίνημα κατά των πλειστηριασμών, οι καταλήψεις κτλ είναι πιο πιθανόν να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή από ότι η ενεργητική αντίσταση όπως είναι οι διαδηλώσεις.


Η Γιανγκ κάνει μία εξίσου σημαντική παρατήρηση αναφερόμενη στους ψηφοφόρους που είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στη βία και υποτάσσονται στις απειλές. Αυτοί είναι κυρίως οι φτωχοί οι οποίοι τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά είναι ευάλωτοι στη βία. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι όσο πιο πολύ φτωχοποιείται μία κοινωνία, τόσο πιο υποταγμένη γίνεται. 

Οι σωματικές αδυναμίες των φτωχών περιλαμβάνουν την ικανότητά τους να προστατευθούν από τη βία γιατί δεν μπορούν να επενδύσουν στην ασφάλεια (δεν έχουν όπλα, σωματοφύλακες κτλ.) αλλά ούτε και μπορούν να φύγουν (μπορεί να είναι άρρωστοι, ηλικιωμένοι, να μην έχουν τα προσόντα που να ζητά κάποια άλλη χώρα υποδοχής κτλ). 

Ως ψυχολογική αδυναμία ορίζεται η αίσθηση υψηλού προσωπικού κινδύνου που μπορεί να αισθάνεται κάποιος (π.χ. μην μιλάς θα χάσεις τη δουλειά σου, εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο κοκ) ή η αδυναμία επεξεργασίας του πολιτικού κινδύνου με βέλτιστο τρόπο (στο σημείο αυτό ιδιαίτερο ρόλο επιτελεί η παραπληροφόρηση με τη διόγκωση ειδήσεων φόβου που κυμαίνονται από την αίσθηση πολέμου με άλλα κράτη, εμφυλίου πολέμου, απομόνωσης από το παγκόσμιο γίγνεσθαι, περαιτέρω οικονομικής τιμωρίας από ισχυρά οικονομικά κέντρα κοκ).

Ιδιαίτερα όμως σημαντική είναι και η άλλη παρατήρηση της Γιανγκ «εάν οι φτωχοί καταστέλλονται ευκολότερα από τους πλούσιους, οι πολιτικοί σε ημι-δημοκρατικά συστήματα δεν έχουν κίνητρο να καλύψουν τις ανάγκες των φτωχών». 

Το γεγονός αυτό φαίνεται και από το ότι οι ημι-δημοκρατικοί ηγέτες πολύ φτωχών χωρών δεν προχωρούν σε αναδιανομή του πλούτου παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων τους είναι φτωχοί. Τέτοιοι ηγέτες μπορούν εύκολα να χειραγωγήσουν τους φτωχούς γιατί είναι πιο δεκτικοί στις απειλές.

Ο θυμός όμως μπορεί να είναι το αντίθετο του φόβου και είναι η κινητήριος δύναμη πολιτικής κινητοποίησης σε αυταρχικά καθεστώτα. Αυτοί που έχουν θυμώσει είναι κι αυτοί που παλεύουν περισσότερο για την αλλαγή της κατάστασης. 

Ο θυμός αλλά και ο ενθουσιασμός κινητοποιούν σε δράση μόνο που ο θυμός φέρνει πιο δυνατά αποτελέσματα. Ειδικότερα, επισημαίνει ότι η σχετική αποτελεσματικότητα του θυμού είναι υψηλότερη σε περιοχές που είχαν υποστεί στο παρελθόν καταστολή. 

Η Γιάνγκ συνεχίζει λέγοντας ότι πραγματικά γεγονότα καταστολής είναι σπάνια και έτσι οι πολίτες αφήνονται να εξάγουν μόνοι τους συμπεράσματα όσον αφορά τις πράξεις αντίδρασης που μπορεί να σκέπτονται να πραγματοποιήσουν με βάση διάφορα ασαφή σήματα καταστολής του συστήματος. 


Ένα ασαφές σήμα καταστολής είναι η διαρκής ύπαρξη αστυνομικών σε όλες τις γειτονιές και σε κομβικά σημεία της πόλης που δεν σχετίζεται απαραίτητα με την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας αλλά αποτελεί σήμα δυνάμενης καταστολής. 

Όπως αντιλαμβανόμαστε, οι πολίτες έχουν ατελή πληροφόρηση για τα γεγονότα και παρασύρονται στις αποφάσεις τους από τα συναισθήματά τους. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα συναισθήματα του φόβου και του θυμού για τη λήψη αποφάσεων και έχουμε δει τους πολίτες να παρασύρονται από αυτά μαζικά βλ. περιπτώσεις εκλογών, δημοψηφίσματος κτλ. 

Τα συμπεράσματα της Γιάνγκ είναι άκρως ενδιαφέροντα και διαφωτιστικά και αποτελούν πρόταση για τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και την πολιτική κινητοποίηση των πολιτών σε ιδιαίτερα δύσκολα περιβάλλοντα. Αντί λοιπόν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να εστιάζουν σε μελλοντικά κοινωνικά οφέλη για τους πολίτες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το θυμό ειδικότερα για την κινητοποίηση πολιτών υπέρ της δημοκρατίας.

Θα μπορούσε το αυτομαστίγωμα και η παραίτηση να μετατραπούν σε θυμό; 
Πιθανόν γιατί όπως έγραψε και η Εμιλυ Ντίκινσον«Μόλις ταΐσεις τον θυμό πεθαίνει. Η πείνα είναι που τον παχαίνει».


Προτεινόμενα αναγνώσματα








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου