Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Η ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕΤΗΝ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ ΣΤΗΝ ΧΡΙΑΤΙΑΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ (ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΠΙΛΟΤΟΣ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ)


ΕΙΝΑΙ ΧΡΕΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ


Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου

Με το άρθρο μου αυτό, θέλω να θέσω σε δημόσια συζήτηση ένα ζήτημα, που κατά την γνώμη μου είναι καίριο. Ως άτομα οι χριστιανοί, με βάση την πίστη μας, είμαστε υποχρεωμένοι μεταξύ των άλλων μυστηρίων να μετέχουμε και στο μυστήριο της εξομολόγησης.

Μετανοούντες για τα λάθη μας τις αμαρτίες μας, ζητούμε την συγχώρεση από τον Θεό και αποφασίζουμε, με την βοήθεια της Εκκλησίας, να αγωνιστούμε στο μέλλον να μην τα επαναλάβουμε τα ίδια.

Όμως, μήπως αυτό το καθήκον μας δεν είναι μόνο ατομικό; Μήπως είναι και συλλογικό;

Μήπως θα πρέπει την όλη συλλογική ιστορική πορεία μας να την δούμε, να κάνουμε μια συλλογική αυτοκριτική και θεσμικά, μέσω του θεσμού της συνοδικότητας της Εκκλησίας;

Μέσω αυτού του θεσμού, που έχει τις ρίζες του στον 2ο μ.Χ. αιώνα , να διαπιστώσουμε τα λάθη μας (αμαρτήματα), να τα ομολογήσουμε στην παγκόσμια κοινωνία, να ζητήσουμε τη συγχώρεση και την δύναμη του Θεού και να αγωνιστούμε να τα διορθώσουμε και να μην τα ξανακάνουμε ;

Το γεγονός ότι κάθε Κυριακή στην θεία λειτουργία ευχόμαστε υπέρ της ενώσεως πάντων των Εκκλησιών είναι μια ομολογία ότι συλλογικά έχουμε κάνει τέτοια λάθη = αμαρτήματα.

Αυτή την συζήτηση προτείνω να ανοίξουμε μέσα από την ιστοσελίδα του “Οίμος – Αθήνα”.

Και ας μου συγχωρέσετε να κάνω εγώ την αρχή.

Ξεκινάω με την θέση ότι υπάρχουν στην ιστορική πορεία εποχές και γεγονότα στην πορεία της Εκκλησίας ιδιαίτερα πρόσφορα για συλλογική θεσμική αυτοκριτική.

Μια τέτοια συγκυρία ήταν η εποχή της μονοκρατορίας του Αγίου και Μεγάλου Κων/νου για την οποία θα εκθέτω παρακάτω τις θέσεις μου.

Όταν ο Γαλέριος εξέδωσε το 311μ.Χ. το διάταγμά του για την παύση των διωγμών κατά των Χριστιανών, τους οποίους διωγμούς αυτός και ο Διοκλητιανός είχαν εξαπολύσει το 303 μ.Χ., ομολογούσε την αποτυχία του και την θριαμβευτική νίκη των Χριστιανών.

Όταν ο Μέγας Κων/νος και ο Λικίνιος εξέδωσαν το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., τότε η Εκκλησία του Χριστού εξήρχετο θριαμβεύουσα από αγώνα διωγμών τριών αιώνων.

Η νίκη αυτή γέμιζε με ενθουσιασμό όλους τους Χριστιανούς από τον απλό πιστό μέχρι τον Επίσκοπο την εποχή εκείνη. Ήταν ανθρώπινο και φυσιολογικό.

Τότε όμως, οι Επίσκοποι της Εκκλησίας, ευχής έργο θα ήταν, έχοντας ορθή εκτίμηση της πραγματικότητας να παραμέριζαν τον ενθουσιασμό της νίκης να προχωρούσαν σε κάτι που ήταν τότε αναγκαίο. 

Όφειλαν (και η προσφορά του έργου τους θα ήταν ανεκτίμητη), εάν απεφάσιζαν το 313 μ.Χ., να συγκεντρωθούν σε σύνοδο για να κάνουν τον απολογισμό του αγώνα των τριών αιώνων.Στη σύνοδο αυτή θα επισήμαιναν τις επιτυχίες μα και τα λάθη που είναι ανθρώπινο να είχαν διαπραχθεί. 

Θα αναλογιζόντουσαν και θα εκτιμούσαν την μέχρι τότε πορεία και δράση της Εκκλησίας μέσα στην Αυτοκρατορία, ως ενός συνόλου κοινωνικών συλλογικών οντοτήτων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Εκκλησία ήταν θεσμός θεοϊδρυτος . 

Θα διαπίστωναν βέβαια ότι καταδικάζοντας τις αιρέσεις (Μοντανισμός, Γνωστικισμός, Μοναρχισμός, Μανιχαϊσμός κ.α.), αγωνιζόμενοι πνευματικά ενάντιά τους, είχαν διαφυλάξει την ορθοδοξία της πίστης. 

Όμως θα έμπαιναν και στην βάσανο της έρευνας, εάν είχε διαφυλαχθεί και η συλλογική ορθοπραξία των τοπικών Εκκλησιών ως συλλογικών οντοτήτων και τώρα πλέον νομίμων νομικών προσώπων. Εάν διαχρονικά ήταν η ίδια ή αν είχε μεταβληθεί, εάν είχαν υπάρξει και λάθη.

Εάν το έκαναν, πιστεύω πως θα διαπίστωναν τα εξής:

Έως τότε οι χριστιανοί είχαν ήθος εναρμονισμένο με την πίστη τους. Είχαν ατομική κοινωνική συμπεριφορά σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου. 

Αυτή φαινόταν μέσα στην κοινωνία της Αυτοκρατορίας με την φροντίδα των για τους φτωχούς, τις χείρες , τα ορφανά, τους ανίκανους για εργασία,τους αρρώστους.

 Οι δούλοι γίνονταν δεκτοί από τους ελεύθερους χριστιανούς στις Χριστιανικές Εκκλησίες ως αδελφοί. Βέβαια ο θεσμός της δουλείας ως κρατικός θεσμός παρέμενε ισχυρός στην όλη κοινωνία.

Υπεράσπιζαν λεκτικά την πίστη τους έναντι των παγανιστικών θρησκειών . Την παραμικρή ένδειξη ανοχής προς “εθνικές λατρείες”, την θεωρούσαν εκδήλωση λατρείας προς τον διάβολο. Δεν συμμετείχαν σε τέλεση δημοσίων επισήμων τελετών. 

Δεν πήγαιναν σε ιππόδρομο και θέατρο ή καύσεις νεκρών. Απέρριπταν ως αμαρτία την θεσμοθετημένη στο ρωμαϊκό δίκαιο εγκατάλειψη ή πώληση παιδιών καθώς και τις κυνικές φονικές μονομαχίες.

Θα επισήμαιναν οι τότε Επίσκοποι θετικά το γεγονός ότι στὸ λοιμὸ του 250 μ.Χ., οι Χριστιανοί της Αλεξάνδρειας, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες για τον εαυτό τους, έκαναν επισκέψεις στους αρρώστους, τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν “εν Χριστώ” και πέθαιναν ευχαρίστως μαζί τους, όταν μολύνονταν από την επαφή τους με αυτούς και θεωρούντο μάρτυρες. 

Αντίθετα με τους παγανιστές που απέφευγαν τους μολυσμένους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους ή νεκρούς και που τους έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθειά τους να μην τους πλησιάσει ο θάνατος.

Επίσης ότι ο μαρτυρικός θάνατος χιλιάδων χριστιανών, των ομολογητών, δυνάμωνε την πίστη και ενίσχυε τις χριστιανικές Εκκλησίες με νέους οπαδούς απ΄ όλα τα κοινωνικά στρώματα και επαγγέλματα, πλην εκείνων που χριστιανικά δεν ήταν αποδεκτά.

Θα επισήμαναν ότι στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα οι Χριστιανικές τοπικές Εκκλησίες δημιούργησαν αυτόνομα τον θεσμό του Επισκόπου όπως και προηγούμενα είχαν δημιουργήσει αυτόνομα τους θεσμούς των Πρεσβυτέρων και των Διακόνων. 

Ότι τον 2ο αιώνα μ.Χ. , αλλά κυρίως τον 3ο ο Επίσκοπος λειτουργούσε ως η ορατή κεφαλή της κάθε τοπικής Εκκλησίας όπως ο Απόστολος Παύλος προσδιόρισε τις αρμοδιότητες του Επισκόπου εντός της Εκκλησίας λέγοντας «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τό πνεῦμα τό ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. 20,28).

Ότι παράλληλα αυτόνομα οι επίσκοποι ως κεφαλή κάθε τοπικής εκκλησίας θεσμοθέτησαν την συνοδικότητα, η οποία άρχισε να λειτουργεί από τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα, έχοντας ως πρότυπο την αποστολική συνόδου του 48 μ.Χ.

Όμως θα διαπίστωναν και τα εξής:

Ότι οι Εκκλησίες μέχρι πριν από 70 περίπου χρόνια δεν είχαν κτήματα ως περιουσία των και τα έσοδά τους ήταν μόνο οι εισφορές των πιστών (Πράξεις των Αποστόλων Κεφ. ΙΑ 28-30, ΛΗ΄ Αποστολικός Κανόνας), ενώ τώρα έχοντας κτήματα από δωρεές, θα ήταν αναγκασμένοι να εισήγαγαν στην οικονομική λειτουργία της Εκκλησίας (Επισκοπής) τον θεσμό της δουλοπαροικίας, αφού τα κτήματα αυτά θα καλλιεργούνταν με τους αποκληθέντες “εκκλησιοπάροικους”.

Ότι αυτό, με το υφιστάμενο τότε νομικό καθεστώς της Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτο, αλλά ταυτόχρονα ότι ήταν χριστιανικά ανεπίτρεπτο με βάση την χριστιανική πίστη στην αδελφοσύνη και την ελευθερία των ανθρώπων.

Ότι η σιμωνία είχε αρχίσει να είναι υπαρκτή στον κλήρο και έπρεπε να ληφθούν μέτρα για να εξαλειφθεί. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση σιμωνίας του έκπτωτου Επισκόπου Αντιοχείας Παύλου του Σαμοσατέως, όπως και η περίπτωση της Λουσίλλα στην Επισκοπή της Καρχηδόνος.

Ότι, λόγω των διωγμών, ανεπαισθήτως, είχαν εγκαταλειφθεί οι θεσμοί της κοινοκτημοσύνης, των κοινών γευμάτων “τις αγάπες” και τις “λογίες” , που περιγράφονται στις Πράξεις των Αποστόλων και που αυτόνομα είχαν διαμορφώσει οι Χριστιανοί στις πρωτοϊδυόμενες Εκκλησίες.

Ότι στην εποχή των είχαν αντικατασταθεί οι θεσμοί αυτοί με την ελεημοσύνη, έχοντας υιοθετήσει την θέση του Κλήμη του Αλεξανδρέα ότι “ο μεν γαρ έχων κτήματα και χρυσόν και άργυρον και οικίας ως θεού δωρεάς…..και ειδώς ότι ταύτα κέκτηται δια τους αδελφούς μάλλον ή εαυτόν…”

Θα έπρεπε λοιπόν να αναλογισθούν και να εκτιμήσουν εάν τότε θα μπορούσαν να θέσουν ως στόχους άμεσους ή μεσοχρόνιους ή μακροχρόνιους την επανίδρυση των θεσμών αυτών στις τοπικές Εκκλησίες, εκτιμώντας τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.

Ότι, μετά το διάταγμα της ανεξιθρησκίας του 313 μ.Χ., έπρεπε να επανεκτιμήσουν να προσδιορίσουν και να οροθετήσουν τις σχέσεις της Εκκλησίας προς την Αυτοκρατορία, τους θεσμούς της και τους φορείς της, την οποία ως τότε την παρομοίαζαν οι χριστιανοί με την “Βαβυλώνα”. Υπήρχαν καίρια ερωτήματα. 

Τι θα έπρεπε να κάνουν από εδώ και πέρα οι Χριστιανοί; Να συμμετάσχουν στην άσκηση της κρατικής εξουσίας ως όργανα της Αυτοκρατορίας και στις λεγεώνες της ως στρατιώτες και αξιωματικοί της; 

Απέναντι στο υπάρχοντα θεσμό της δουλείας και του τότε διαμορφούμενου θεσμού της δουλοπαροικίας ποια θα έπρεπε να είναι η στάση των Εκκλησιών (Επισκοπών) ως συλλογικών κοινωνικών οντοτήτων; 

Με δεδομένο πλέον ότι δεν ήταν παράνομες οντότητες οι τοπικές Εκκλησίες αλλά επισήμως και νομίμως νομικά πρόσωπα δηλαδή φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ποια θα έπρεπε να ήταν η στάση των απέναντι στην κοσμική εξουσία όπως αυτή ήταν δομημένη;

Με δεδομένη την θετική στάση του Μ. Κων/νου απέναντι στη Χριστιανική πίστη τι στόχους θα μπορούσαν να θέσουν και να τους εισηγηθούν στον Αυτοκράτορα ως προς τον εκχριστιανισμό της νομοθεσίας της Αυτοκρατορίας;

Σε όλες αυτές τις προκλήσεις όφειλαν να δώσουν λύσεις σύμφωνα με τις Χριστιανικές αξίες.

Δυστυχώς την εποχή εκείνη ανεφύησαν νέες θεολογικές έριδες που διέσπασαν την ενότητα των Επισκόπων και κατ΄ επέκτασιν των πιστών, εξ αιτίας του σχίσματος των Δονατιστών και της αίρεσης του Αρειανισμού. 

Τα ζητήματα αυτά απορρόφησαν όλην την προσοχή των τότε Επισκόπων και τα ζητήματα που αναφέρω ανωτέρω δεν αναδείχθηκαν, δεν έγιναν αντικείμενα συζήτησης δεν κρίθηκαν δεν λήφθηκαν αποφάσεις σε επισκοπικές συνόδους.

Επίσης δεν δόθηκε προσοχή σε σημαντικότατα γεγονότα όπως :

Ότι το 314 μ.Χ. ο Κων/νος αναμείχθηκε ενεργά στο εκκλησιαστικό ζήτημα που είχαν ανακινήσει οι δονατιστές της Β. Αφρικής, προκειμένου να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη στο Δυτικό Τμήμα της Αυτοκρατορίας, που υπήγετο στην εξουσία του. Ότι με δική του αυτοκρατορική πρόσκληση συγκάλεσε σύνοδο Επισκόπων στην Αρελάτη της Γαλατίας.

Ότι με την ενέργεια αυτή του Κων/νου έγινε παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας , του Κράτους, για πρώτη φορά από την Πεντηκοστή, που είναι η χρονική στιγμή σύστασης της Εκκλησίας, στην εσωτερική λειτουργία της Εκκλησίας με αποτέλεσμα να δυναμιτίζεται η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ της. Είναι εντυπωσιακό που οι τότε Επίσκοποι αποδέχθηκαν την εξέλιξη αυτή αδιαμαρτύρητα.

Ότι και πάλιν προκειμένου να επιτύχει την διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, συνεχίζοντας την πολιτική του της παρέμβασής του στα εκκλησιαστικά πράγματα το 325 μ.Χ. ο Μ. Κων/νος με διάταγμά του συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.

Ότι ενώ δεν ήταν μέλος της Εκκλησίας, γιατί ήταν αβάπτιστος, ήταν αυτός που όρισε το μέρος της συνόδου, αυτός που προσκάλεσε τους συνοδικούς, αυτός που προέδρευε στη σύνοδο, αυτός που παρέμβαινε στις συζητήσεις.

 Όλη του η παρουσία και συμπεριφορά κατά και μετά την σύνοδο, όπως την περιέγραψε ο Ευσέβιος στο έργο του “Βίος Μεγάλου Κων/νου” δεν ήταν εναρμονισμένη με εκείνη που ο Κύριος μας περιέγραψε για τους έχοντες εξουσία (Μαρκ. Κεφ. Ι 42-45). 

Επισημαίνω όμως ότι ήταν θετικό από μέρους του που αποδέχθηκε ως επίσημο θεσμό τις συνόδους των Επισκόπων και τις αποφάσεις των.

Η σύνοδος αυτή εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α΄ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα και καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου. 

Οι είκοσι κανόνες της συνόδου έσωσαν λύσεις σε ζητήματα, που είχαν δημιουργηθεί με τον τελευταίο διωγμό και τον αρειανισμό , διοικητικά οργανωτικά της Εκκλησίας και για την κατάσταση των κληρικών, ώστε να επέλθει ειρήνη και ευρυθμία στη λειτουργία των Εκκλησιών.

 Όμως μέχρι εκεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κανόνας ΙΖ' με τον οποίο επιβάλλεται ως ποινή η καθαίρεση του κληρικού θα παίρνει τόκους και θα αισχροκερδεί. Ευχής έργο θα ήταν όμως να προσετίθετο και μια ανάλογη σύσταση και προς τους λαϊκούς μέλη της Εκκλησίας.

Έκτοτε, όλες τις Οικουμενικές Συνόδους τις συγκαλούσαν οι Αυτοκράτορες και με διατάγματά των κύρωναν τις αποφάσεις των και επέβαλαν την τήρησή των δίδοντάς τους ισχύ νόμου και επομένως την επιβολή αποδοχής των με την δύναμη εξαναγκασμού που έχει η κρατική εξουσία και όχι της πειθούς που είναι η Χριστιανική εντολή. 

Εναρμονίστηκε παράλληλα και η δομή διοίκησης της Εκκλησίας τόσο οριζόντια (χωρική) όσο και κάθετα με εκείνη της Αυτοκρατορίας. Έτσι αντίστοιχα προς τις επαρχίες (provinciae), διοικήσεις (dioceses), και Υπαρχίες (praefecturae), δημιουργήθηκαν οι Επισκοπές, οι Μητροπόλεις και τα Πατριαρχεία.

Οι αντιλήψεις που είχαν διαμορφωθεί και επικρατήσει στους Επισκόπους της εποχής εκείνης περιγράφονται από τον Επίσκοπο και ιστορικό Ευσέβιο ο οποίος ρητά αναφέρει στο “βίος του Μ. Κων/νου” ότι ο Κων/νος, όταν “προέκυπταν ” μεταξύ Επισκόπων κάποιες διαφορές “συγκαλούσε συνόδους των λειτουργών του Θεού, σαν να ήταν κάποιος γενικός τους Επίσκοπος διορισμένος από τον Θεό”, και “….ότι βουλήσει Θεού έσχε το βασιλεύειν”. 

Τις αντιλήψεις αυτές που είναι ξένες προς την χριστιανική αλήθεια του Ευαγγελίου και μάλλον εναρμονίζονται με το δόγμα του “ Pontifex Maximus,” της θρησκείας των Εθνικών, τις εμπέδωσαν με την στάση τους οι Επίσκοποι στην τότε κοινωνία. 

Έτσι εξηγείται και η αντίληψη που είχε ο Κωνστάντιος Β΄ ότι είχε θεία αποστολή να επιβάλει το δόγμα του αρειανισμού “….όπερ εγώ βούλομαι τούτο κανών νομιζέσθω” και στα επίσημα έγγραφα να υπογράφει με την φράση "mea aeternitas" (η εμοί αιωνιότης).

Αντί τότε να αγωνισθούν σύσσωμοι οι Επίσκοποι να εμπεδώσουν το Χριστιανικό αξίωμα “της διακονίας του λαού” ως πολιτικό δόγμα εξουσίας από τους πολιτικούς άρχοντες, οι περισσότεροι των τότε Επισκόπων ανέχθηκαν την διατήρηση των εθνικών αντιλήψεως περί της πολιτικής εξουσίας και δυστυχώς επηρεάστηκαν και οι ίδιοι ως προς τον τρόπο της ζωής των.

Βεβαίως έχουμε λαμπρά παραδείγματα εξαιρέσεων και ορθής χριστιανικής αντιλήψεως και ορθοπραξίας.

Ας θυμηθούμε ότι ο Μέγας Αντώνιος απέναντι στις κοσμικές εξουσίες και τους εκπροσώπους των τήρησε στάση αμφισβήτησης. 
Η στάση του απέναντι στον Μέγα Κων/νο και τους υιούς του δείχνει με εύγλωττο τρόπο την αντίληψή του για τις ρωμαϊκές αρχές. 

Σχετικά με την αλληλογραφία του με το Μ. Κωνσταντίνο, όταν εκείνος του έστειλε επιστολή ο Αντώνιος συγκέντρωσε τους μοναχούς και δείχνοντάς τους την επιστολή τους είπε “Μη θαυμάζετε ει γράφει βασιλεύς προς ημάς, άνθρωπος γαρ εστίν”. 

Όταν αργότερα τον επισκέφθησαν στρατιωτικοί και πολιτικοί διοικητές τους αποφεύγει ή τους αποδιώχνει.

Ας θυμηθούμε ότι ο Μέγας Αθανάσιος που διετέλεσε Επίσκοπος για 46 έτη, από αυτά τα 17 τα πέρασε σε 6 εξορίες που του επιβλήθηκαν διαδοχικά από τους Αυτοκράτορες Μ. Κων/νο, Κωνστάντιο Β΄, Ιουλιανό και Ουάλη. 

Για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς όμως είναι ο “ανυποχώρητος μαχητής” και πήρε την προσωνυμία “στύλος της ορθοδοξίας”.

Ας θυμηθούμε τέλος τον φοβερό διάλογο του Μεγάλου Βασιλείου με τον Μόδεστο και ακόμη ότι τότε ο Μόδεστος και πήγε στο Ουάλη και του είπε.

«Νικηθήκαμε, βασιλιά μου, από τον επίσκοπο αυτής της Εκκλησίας. Δε φοβάται απειλές. Είναι πιο σταθερός από τους λόγους μας, πιο ισχυρός από την πειθώ μας. Ας απειλήσουμε κανένα δειλό, όχι το Βασίλειο, ευκολότερο είναι να μαλακώσει κανείς το σίδηρο παρά την γνώμη του Βασιλείου. 

Αν θέλουμε αποτελέσματα, πρέπει να καταφύγουμε στον εξαναγκασμό» (να τον εξορίσουν δηλαδή). Ο Ουάλης δεν το τόλμησε, χώρισε όμως την επαρχία της Καππαδοκίας σε δύο επαρχίες, με έδρα την Καισάρεια στη μία και τα Τύανα στην άλλη. 

Οι αρειανοί επίσκοποι έτσι βρήκαν ευκαιρία, να χωρίσουν και την Μητρόπολη σε δύο, ορίζοντας δικό τους Μητροπολίτη στα Τύανα. Τότε ο Άγιος Βασίλειος τους είπε ότι Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ “ΒΑΣΙΛΕΙΑ”, αλλά η “ΒΑΣΙΛΕΙΑ” ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ούτε είναι πρέπον να χωρίζουν οι Μητροπολίτες, οι μιμητές του Χριστού επειδή χώρισαν οι έπαρχοι.

Επόμενες κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες για συλλογική αυτοκριτική είναι εκείνες της εποχής του Μεγάλου Θεοδοσίου, της οργάνωσης της Εκκλησίας της Ρώμης σε κοσμικό κράτος με την ίδρυσης του Παπικού Κράτους από τον Πάπα Στέφανο τον Β΄(754-756 μ.Χ.) κ.α., για τις οποίες όμως απαιτούνται άλλες εργασίες.

Νικήτας Αποστόλου



2 σχόλια:

  1. Σωστή η πρόταση και οι αναφορές στην ιστορία της εκκλησίας που καταδεικνύουν τις παρεκκλίσεις που έγιναν καθεστώς, επιβεβλημένο από την ιεραρχία, τις συνέπειες των οποίων ζούμε σήμερα.
    Έχουμε φτάσει οριακά στο σημείο διατροφής και παραποίησης που απειλεί την μετάλλαξη και ακόμη την ύπαρξη της εκκλησίας με ότι αρχικό έχει απομείνει, στην μορφή που γνωρίζουμε σήμερα.
    Ο μισθωτός κλήρος και οι χρόνιες παρεκτροπές που αναφέρονται έχουν μεταβάλει και τον ορισμό του πιστού και της υπακοής.
    Οι λίγοι ιερωμένοι και οι διαισθαντικά και βιωματικά έμπειροι αναζητητές και μέτοχοι της αληθείας του θείου Λόγου άφοβοι πιστοί μπορούν να λειτουργήσουν ως παράδειγμα ομολογίας και να αφυπνίσουν τους πολλούς φοβισμένους, παραπληροφορημένους και υποταγμένους μέσα σε κάθε ενορία.
    Το παρελθόν μας δείχνει τα πρόσωπα και τον τρόπο μαζί με τους συγχρόνους αγίους και τους ελάχιστους δεσποτάδες που ακόμη μιλούν.Οι δράσεις είναι θέμα προτάσεων προς συζήτηση που ξεκινάει και από αυτό το βήμα.
    Έκαστος εξ υμών ας καταθέσει την σκέψη του.
    Προτείνω αρχικά την ατομική εφαρμογή εντός των ναών από τους λίγους ξεροκέφαλους πιστούς, της μη αποδοχής των αντικανονικών επιβολών όλων των μέτρων που αλλοιώνουν την πίστη μας και στερούν την λατρεία από το νόημά της.
    Έχει κόστος και επισύρει χλευασμό και αντιδράσεις, το έχω ζήσει ,όμως θέλει υπομονή και αγώνα.
    Αρκεί να μην εγκαταλείψουμε και υποστείλουμε τις σημαίες. Με αρετή και τόλμη η ελευθερία θα κυριαρχήσει και στην κοινωνία διαδιδόμενη από τους ναούς μας που σήμερα βρίσκονται υπό φοβική κατοχή της Δ.Ι.Σ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. «Τα βραβεία και τα στεφάνια είναι προορισμένα για όσους πειράζονται και όχι για κείνους πού δεν φροντίζουν για τον Θεό, ούτε για τούς κοσμικούς πού είναι ξαπλωμένοι και ροχαλίζουν»

    Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος

    ΑπάντησηΔιαγραφή