Ο ΔΙΠΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΠΕΡΙ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΚΑΙ ΡΩΣΟ-ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Γράφει η Μαρίνα Σκούμπου,
Δικηγόρος Αθηνών – υπ. ΔΝ Ποινικού Δικαίου ΕΚΠΑ
«Η φαντασία στην εξουσία» έγραφε το σύνθημα σε έναν τοίχο στο Παγκράτι. Προϊόν ενός, μάλλον αδιάφορου, ρομαντικού, εφηβικού «αναρχισμού» θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ή αίτημα επιτακτικό μίας πεπλανημένης αισιοδοξίας της, έστω, συνθηματικής «αντίστασης» στην κρατούσα δυστοπία που μας επεφύλαξε η διαχείριση της πανδημίας, η οποία κανονικοποίησε το μοτίβο της προβλέψιμης πόλωσης ως θεμελιώδη κανόνα διεξαγωγής του δημοσίου διαλόγου.
Απόδειξη, βεβαίως, αυτής της κανονικοποίησης συνιστά ο στιγματισμός όσων άσκησαν κριτική στον προφανή παραλογισμό των νομικά μετέωρων και ηθικά αδικαίωτων ληφθέντων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού και, κυρίως, στον κατάπτυστο εξαναγκασμό σε εμβολιασμό1, συλλήβδην ως «αντι-εμβολιαστών», «συνωμοσιολόγων», «ψεκασμένων» και «αρνητών» της ίδιας της επιστήμης, μολονότι αντικείμενο της ασκηθείσης κριτικής δεν υπήρξε η ιατρική αλλά η εργαλειοποίησή της από την πολιτική.
Το ίδιο modus operandi ακολουθείται πιστά και κατά την διαχείριση της δημόσιας συζήτησης σχετικά με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όποιος (αυτονοήτως) καταδικάζει τον πόλεμο και διαδηλώνει υπέρ της Ειρήνης και του Ανθρώπου βαρύνεται με ένα ιδιότυπο τεκμήριο δήθεν «πουτινο-φιλίας», εάν δεν κρατάει ταυτοχρόνως και μία σημαία της Ουκρανίας.
Θαρρείς πως οι λέξεις «Ειρήνη» και «Άνθρωπος» έχουν αποστερηθεί του ειδικού τους βάρους και πρέπει να ενταχθούν σε ορισμένο αφηγηματικό «στρατόπεδο» για να ανακτήσουν την εμβέλεια και το χαμένο ιδεολογικό πρόσημο των συγκεκριμένων υψηλών ιδανικών που αντιπροσωπεύουν.
Συνηθέστατα, το περί ου ο λόγος αφηγηματικό «στρατόπεδο» είναι αυτό που βρίσκεται εγγύτερα, αν δεν ταυτίζεται, με το αντίστοιχο κυβερνητικό.
Και είναι τέτοια η πόλωση που δεν επέτρεψε ούτε την χάραξη της –διόλου λεπτής– διαχωριστικής γραμμής που υφίστατο μεταξύ της ομιλίας του Ζελένσκι ως προέδρου μίας χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο και της πολιτικά και συμβολικά αδικαιολόγητης εμφάνισης ενός μαχητή του τάγματος Αζόφ –με συγκεκριμένες ιδεολογικές καταβολές– στη Βουλή των Ελλήνων.
Το επιχείρημα που αξιοποιήθηκε κι εδώ από όσους «διέγνωσαν» ιδεολογικές «αγκυλώσεις» στην ασκηθείσα από την μειοψηφία κριτική, ότι δηλαδή στον πόλεμο για την ανεξαρτησία και την ελευθερία ενός λαού δεν υπάρχει χώρος για διακρίσεις επί τη βάσει «πιστοποιητικών» ιδεολογικών φρονημάτων είναι σαφώς ορθό, πλην όμως αξιοποιείται σκοπίμως προς λανθασμένη κατεύθυνση:
Όσοι διατύπωσαν ενστάσεις για την αναγκαιότητα και σκοπιμότητα της ομιλίας του μαχητή του τάγματος Αζόφ στη Βουλή, εστίασαν στον αρνητικό συμβολισμό αυτής της εμφάνισης στο ελληνικό κοινοβούλιο και όχι στο εάν στο πεδίο της μάχης πολεμούν μαζί κεντρώοι, αριστεροί, ακροδεξιοί κ.ο.κ.
Πρόκειται περί αφόρητης γενίκευσης, σε μια προσπάθεια «εξωραϊσμού» της αστοχίας αυτής που φέρει την υπογραφή όλων όσοι ήταν παρόντες την ημέρα εκείνη στη Βουλή.
Ο στόχος, φυσικά, όσων πρόθυμα υιοθετούν τον διπολισμό και καταγγέλλουν την μειοψηφία ως επιδεικνύουσα δήθεν κοινωνική υποκρισία είναι η επικράτηση της «ανωτερότητας» του αφηγήματός τους στην «αρένα» του δημοσίου διαλόγου και μόνο.
Την δε μάσκα της κοινωνικής ευαισθησίας που προτάσσουν την αφαιρεί «βιαίως» ο τρόπος και η ένταση με την οποία εργαλειοποιούν την στοχοποίηση του άλλου έως σημείου ευτελισμού και διαπόμπευσης της προσωπικότητάς του, ερμηνεύοντας την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου ως «υποχρέωση» επικράτησης συγκεκριμένης απόχρωσης ιδεών· ιδεών κατά –δήθεν– αμάχητο τεκμήριο πολιτικά και ηθικά ορθών.
Είναι οι ίδιοι που ερμήνευσαν τις συνταγματικώς κατοχυρωμένες ελευθερίες ως «προνόμιο» –ευλόγως, μάλιστα, κατά την άποψή τους!– των εμβολιασμένων πολιτών.
Ο παρονομαστής είναι κοινός και συνίσταται στην δύναμη της εξουδετέρωσης διά της ταξινόμησης, η οποία, αφ’ εαυτής συνιστά άσκηση εξουσίας2, της επιβολής της «σωστής πλευράς της ιστορίας» διά της κατασκευής «αποδιοπομπαίων τράγων».
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι στο «αμάρτημα» της πόλωσης έχει περιπέσει και μερίδα της μειοψηφίας, γεγονός που πρέπει να αποτελέσει αφετηρία προβληματισμού: η άσκηση κριτικής είναι άσκηση πνευματικής ελευθερίας και δεν θα πρέπει να διολισθαίνει σε αυτοσκοπό, διότι φλερτάρει με την απολυτότητα και την πρόταξη έναντι του δόγματος της εξουσίας ενός αντι-δόγματος που ελάχιστα διαφέρει από την τελευταία.
Η ανωτέρω περιγραφείσα εξαχρείωση του δημοσίου διαλόγου δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά η περίτρανη απόδειξη του πόσο αποτελεσματικά διαιωνίζεται η εξουσία, διά της (ανα)παραγωγής και κατανάλωσης συγκεκριμένων θέσεων και απόρριψης των πάσης φύσεως αντι-θέσεων.
Η διαιώνιση αυτή, βεβαίως, είναι αποτέλεσμα μίας μακράς πορείας προς την «κατασκευή» του εκάστοτε επιθυμητού κοινωνικού προφίλ: επιτυγχάνεται διά της ιεραρχικά οργανωμένης κοινωνίας κατά τρόπο ώστε το άτομο, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, να εκπαιδεύεται στην εξοικείωση με την υπακοή και τη συμμόρφωση με «έξωθεν» ή «άνωθεν» επιβαλλόμενα πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς.
Η οικογένεια και το σχολείο (εν γένει η εκπαιδευτική διαδικασία) είναι βασικοί πυλώνες αυτής της διαδικασίας δημιουργίας (ορθότερα: ανεπαίσθητης επιβολής) ταυτότητας.
Η οικογένεια είναι το πρώτο στάδιο «εκγύμνασης» του ατόμου στην υπακοή και την πειθάρχηση, καθώς το παιδί μαθαίνει να ευθυγραμμίζει τα «θέλω» του με τα «πρέπει» των γονέων του, τα οποία συνοψίζονται σε όλα αυτά που η κοινωνία θεωρεί επιθυμητά:
υψηλές σχολικές επιδόσεις και παράλληλη ενασχόληση με πληθώρα εξωσχολικών δραστηριοτήτων (ενίοτε χωρίς καν να ερωτηθεί το παιδί),
κυνήγι μίας επιτυχημένης σταδιοδρομίας σε επαγγελματικά πεδία που υπόσχονται οικονομική αποκατάσταση (ασχέτως εάν αυτό είναι το όνειρο του παιδιού),
προσωπική αποκατάσταση διά της δημιουργίας οικογένειας (ασχέτως εάν αυτή είναι η επιθυμία του, διότι… «τι θα πει ο κόσμος…;»).
Όλα αυτά, βεβαίως, μπορεί κανείς να τα παρατηρήσει με μεγαλύτερη ευκρίνεια στο πάλαι κραταιό πρότυπο της πατριαρχικής οικογένειας, όπου το παιδί υπέκειτο στην απόλυτη εξουσία του πατέρα.
Είναι προφανές ότι η οικογένεια στο σήμερα απέχει παρασάγγας από την αντίστοιχη πατριαρχική, και η πίεση που ασκείται στο παιδί δεν είναι της ίδιας έντασης, πλην όμως ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι εξακολουθεί να αφήνει βαθύ το αποτύπωμά της στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, η οποία ακολουθεί το ίδιο μοτίβο της «πεπατημένης» στο σχολείο και εν τέλει στην κοινωνία.
Ιδιαίτερα διαφωτιστικό για α) την παθητικότητα ως εγγενές χαρακτηριστικό του εκπαιδευτικού συστήματος που αντιμάχεται την φαντασία, και β) την ανακύκλωση των επιταγών του οικονομικού συστήματος διά της εκπαιδευτικής διαδικασίας, είναι το συλλογικό έργο «Η ιδεολογία της Εκπαίδευσης και η μάθηση της Ελευθερίας»3.
Ειδικότερα:
Σε αυτό το έργο ο Τζ. Χένρυ αναδεικνύει την ισχύ και χρησιμότητα του συστήματος ανθρώπινης τρωτότητας για την υλοποίηση του στόχου της πειθάρχησης με τα κοινωνικώς κατασκευασμένα «πρέπει»:
«[…] Αν ένας άνθρωπος είναι άτρωτος, η κοινωνία δεν έχει δυνατότητα να τον πλησιάσει, κι αν η κοινωνία δημιουργεί ανθρώπους απλησίαστους γι’ αυτή την ίδια, τότε δεν έχει την δυνατότητα να επιβιώσει.
Επομένως, η κοινωνία μας παρέχει προστασία μόνο στο μέτρο που συναινούμε να είμαστε σχετικά ανυπεράσπιστοι.
Με σκοπό τον εσωτερικό τραυματισμό του ανθρώπου κι επομένως την πλήρη υποταγή του, εφευρέθηκαν απειράριθμα και τρομακτικά μέσα, με τα οποία οι άνθρωποι γίνονται πράοι, μειλίχιοι και πειθήνιοι, πράοι και πειθήνιοι ακόμη και για να είναι βίαιοι και φριχτοί, όπως ο στρατιώτης που υπακούει στη διαταγή να σκοτώσει. […] για να επιβιώσει η κοινωνία, δημιουργεί στα μέλη της μιαν εύτρωτη χαρακτηροδομή […]»4.
Εν συνεχεία συσχετίζει την τρωτότητα του ατόμου ως εν τοις πράγμασιν καλλιεργούμενης μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία με την υπόληψή του και τον φόβο της αποτυχίας.
Η υπόληψη τίθεται από τον συγγραφέα στο επίκεντρο της ανάλυσής του, καθώς είναι ο λόγος της διατήρησης ενός κοινωνικού προσωπείου, της συμμόρφωσης με τις κοινωνικές νόρμες και της κτήσης της ιδιότητας του κοινωνικά άτρωτου:
«[…] Πρώτο υπάρχει η λεγόμενη υπόληψή του· το καλό του όνομα. Στο μέτρο που ένας άνθρωπος κατορθώνει να την προστατεύσει, μαθαίνοντας να αποδέχεται τις νόρμες της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει και αποφεύγοντας τις παρεκτροπές, η υπόληψή του εξαρτάται από την προσεκτική μελέτη των νορμών και την υποταγή σ’ αυτές, όσο κι αν τις αποστρέφεται και τις περιφρονεί. […]
Στο μέτρο που η παρεκτροπή μπορεί να εμφανιστεί τόσο στη σκέψη όσο και στην άμεση πρακτική, το άτρωτο της υπόληψης προϋποθέτει να μάθει κανείς πώς να αποκρύπτει την παρεκτρεπόμενη σκέψη του»5.
Με άλλους λόγους, θα πρέπει κανείς να αποφεύγει να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα της πλειοψηφίας, διότι κινδυνεύει, εξωτερικεύοντας μία διανοητική «εκτροπή», να χαρακτηριστεί (τουλάχιστον) ως αιρετικός, και να γίνει μισητός στους κόλπους της κοινωνικής του τάξης.
Αυτό συμβαίνει κατά τον Τζ. Χένρυ γιατί η υπόληψη μετατρέπεται «σ’ ένα είδος μοίρας»6 που επιτρέπει την θυσία του εαυτού στον βωμό του κοινωνικού προσωπείου διά της συναίνεσης, της παραγνώρισης ή και της τιμωρίας του αναδυόμενου εαυτού7.
Οι σκέψεις αυτές του Χένρυ περί υπόληψης φέρνουν στο νου την κριτική του Σοπενχάουερ για την γνώμη των άλλων ως παράγοντα της ευτυχίας του ατόμου και χειραγώγησης της συνείδησής του:
«Αυτό το πώς είμαστε κατά την γνώμη των άλλων, εξαιτίας μίας ιδιαίτερης αδυναμίας της φύσης μας, παίρνει σε κάθε περίπτωση υπερβολική βαρύτητα, παρόλο που λίγη μόνο σκέψη και περισυλλογή θα μας δίδασκε ότι για την ευτυχία μας δεν έχει καμία σημασία […].
Όμως η καθημερινή εμπειρία διδάσκει ότι […] η γνώμη των άλλων τους απασχολεί περισσότερο από αυτό που συμβαίνει άμεσα στη δική τους συνείδηση […]»8.
Είναι αυτή η αδυναμία της φύσης που αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια ενός ακόμη στοιχείου κοινωνικής τρωτότητας, ήτοι του φόβου της αποτυχίας, η οποία λαμβάνει χώρα, κατά τον Χένρυ, στα πρότυπα των βασικών βιολογικών λειτουργιών της παιδικής ηλικίας, οι οποίες, επίσης, «εθίζονται στην ιδέα της επιτυχίας και της αποτυχίας» και συνιστούν τους αντίστοιχους ψυχολογικούς μηχανισμούς9:
«Ακόμα και η ποσότητα του γάλατος που μπορεί να πιει ένα παιδί, και το γεγονός ότι ‘‘τρώει όλο το σπανάκι του πριν φάει το γλυκό του’’ αποτελούν επιτυχίες, ενώ το ν’ αφήσει φαγητό μέσα στο πιάτο, ή να πίνει το γάλα του άτσαλα […] είναι πράγματα που μπορούν να θεωρηθούν ξεκάθαρες αποτυχίες».
Αυτό το πλαίσιο λειτουργίας του σχολείου δεν επιτρέπει την δημιουργικότητα της σκέψης και κατά τούτο δεν θα πρέπει να φαντάζει υπερβολική η θέση του Χένρυ περί της εκπαίδευσης ως μηχανισμού πνευματικής καθήλωσης:
«η λειτουργία της εκπαίδευσης δεν ήταν ποτέ η απελευθέρωση της νόησης και του πνεύματος του ανθρώπου αλλ’ απεναντίας η υποδούλωσή τους· και με σκοπό να μην μπορέσουν ποτέ ν’ αποδεσμευθούν η νόηση και το πνεύμα των παιδιών του, ο homo sapiens χρησιμοποίησε τον έπαινο, τον εμπαιγμό, την επίπληξη, την κατηγορία, τον ακρωτηριασμό, ακόμη και τα βασανιστήρια για να τ’ αλυσοδέσει στο ζυγό που λέγεται πολιτιστικό πρότυπο.
Σ’ ολόκληρη την ιστορική του πορεία, ο homo sapiens επιδίωκε πάντα να εκμαιεύσει απ’ τα παιδιά του τη συναίνεση και απέφευγε πάντα να τους εμπνέει την πρωτοτυπία και την εφευρετικότητα.
Πράγμα που μπορεί να θεωρεί φυσικό, γιατί εκεί που ο άνθρωπος εμφανίζεται μοναδικός δεν υπάρχει κοινωνία, κι εκεί που δεν υπάρχει κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει άνθρωπος […]»10.
Η ανωτέρω κριτική που ασκεί ο Χένρυ στο αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα το μακρινό 1963 εφαρμόζει, δυστυχώς, ιδανικά και στα παρ’ ημίν ισχύοντα. Αυτό προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας εάν κανείς εξετάσει κριτικά την διδασκαλία του μαθήματος της Έκθεσης.
Παραδοσιακά οι μαθητές, με το βλέμμα στραμμένο στον στόχο των Πανελλαδικών Εξετάσεων, συνηθίζουν σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο ανάπτυξης ανακυκλώσιμης επιχειρηματολογίας γύρω από μία συγκεκριμένη, εξίσου ανακυκλώσιμη και διαχρονικά επίκαιρη, θεματολογία.
Το περιεχόμενο δε της επιχειρηματολογίας αυτής αναπτύσσεται εντός του πλαισίου των απαντήσεων που αναμένει να λάβει ο εξεταστής και αποτυπώνει συνηθέστατα μία κοινότοπη αναγνώριση των ορίων εντός των οποίων τοποθετούνται θέματα όπως ο πόλεμος, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογία, καθώς επίσης και μία προβλέψιμη κατάστρωση πιθανών λύσεων, απομακρυσμένων, ωστόσο, πάντα από την ευθεία αμφισβήτηση του συστήματος και της (όποιας) εξουσίας.
Μοιάζει, δηλαδή, σαν ο μαθητής να εξοικειώνεται με την θεώρηση των κοινωνικών προβλημάτων ως προϊόντων μίας αφηρημένης νομοτέλειας, με την οποία οφείλει να «συνθηκολογήσει», προσαρμοζόμενος σε αυτήν. Αλλά, όπως παρατηρεί ο Χένρυ:
«[…] Αν, μεσ’ απ’ τη διαδικασία της εκπαίδευσης παρακινούσαμε τα παιδιά να αμφισβητήσουν […] το κίνητρο του κέρδους, το δικομματικό πολιτικό σύστημα […], θα είχαμε περισσότερη δημιουργικότητα απ’ όση θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε […]»11.
Και αντί της περισσότερης και μη διαχειρίσιμης δημιουργικότητας, το σχολείο εστιάζει στη διαχειρίσιμη ευταξία της κοινής λογικής που ανάγει σε υπέρτατη αξία την ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, καθώς «δεν πρέπει να βλέπετε πουθενά κάτι που δεν βλέπετε και στην πραγματικότητα […]»12.
Το να ζητά, λοιπόν, κανείς από την πλειοψηφία των πολιτών να ασκήσει κριτική στα πεπραγμένα της εξουσίας (ή να δείξει ανοχή απέναντι στη διαφορετική γνώμη) αναφορικά με τη διαχείριση της πανδημίας ή την επικοινωνιακή αντιμετώπιση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, δύο θέματα δηλ. που αποτελούν το «μήλον της έριδος» της δημόσιας συζήτησης, όταν δεν της έχει ζητηθεί ούτε στο επίπεδο της απλής έκθεσης ιδεών, από την «ασφάλεια» του σχολικού θρανίου, να διατυπώσει τις απόψεις της για το πώς βιώνει ή πιστεύει ότι βιώνει την σχέση της με την εξουσία, είναι σαν να της ζητά να βουτήξει κατευθείαν στα βαθιά, δίχως να έχει ούτε καν τσαλαβουτήσει στα ρηχά.
Σημειωτέον ότι η ίδια λογική της οιονεί αυτοματοποιημένης στοίχισης προς αυτά που απαιτεί η κοινωνία από το άτομο, της χειραγώγησης της συμπεριφοράς εξαιτίας του «τι θα πει ο κόσμος…», παρατηρείται και μετέπειτα, στην πορεία για την χάραξη μίας σταθερής επαγγελματικής πορείας.
«Η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται τίμια…» είχαμε ακούσει στο Πανεπιστήμιο, σε μια παράδοση του μαθήματος της πολιτικής δικονομίας με αφορμή μια συζήτηση που είχε ξεκινήσει αναφορικά με τα της ενδυματολογίας του επαγγέλματος και τον αντίκτυπο της εικόνας.
Στον επαγγελματικό στίβο, αυτό που εμπειρικά μαθαίνει κανείς είναι ότι το «να τα έχεις με όλους καλά» αποτελεί χρυσό κανόνα επιβίωσης. Το «να τα έχεις με όλους καλά», ωστόσο, σημαίνει να συντάσσεσαι αναφανδόν με οτιδήποτε προκρίνει η πλειοψηφία. Εάν συμβεί να διαφωνείς, θα πρέπει σιωπηρά να την αγνοείς, ειδάλλως κινδυνεύεις να «εκτεθείς»!
Όλα τα ανωτέρω αναδεικνύουν την αυτοτελή αξία της κοινωνικής αποδοχής για την οποία πασχίζουν όλοι και πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα των επισημάνσεων που κάνει ο καθηγητής ψυχολογίας και μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα R. Cialdini για την «προβεβλημένη δύναμη της αρχής του κοινωνικού προτύπου»:
«Σύμφωνα με αυτή, οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι σωστό να πιστεύουν, να νιώθουν ή να κάνουν κάτι στον βαθμό που το πιστεύουν, το νιώθουν ή το κάνουν και οι άλλοι, ιδίως όσοι τους μοιάζουν [….]»13.
Κατά τον R. Cialdini, σημαίνοντα ρόλο στη δημιουργία αυτής της «αντιλαμβανόμενης αρμόζουσας συμπεριφοράς»14 διαδραματίζει το γεγονός ότι μία πράξη ή δραστηριότητα θεωρείται έγκυρη και εφικτή εκ μόνου του λόγου ότι οι πολλοί την υιοθέτησαν:
«[…] Αν πληροφορηθούμε ότι πολλοί άλλοι άνθρωποι σαν εμάς ανταποκρίθηκαν με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, αυτός ο τρόπος ανταπόκρισης μοιάζει πιο έγκυρος, πιο σωστός στα μάτια μας, τόσο ηθικά όσο και πρακτικά […] Το κοινωνικό πρότυπο, εκτός από το ότι αποσαφηνίζει τι είναι ηθικά ορθό, μειώνει την αβεβαιότητα για το τι είναι ορθό σε πρακτικό επίπεδο.
Όχι κάθε φορά, αλλά το πλήθος συνήθως έχει δίκιο για το κατά πόσο οι ενέργειες είναι συνετές, αντικαθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ορθότητα μιας δραστηριότητας με την δημοτικότητά της […] Μια σημαντική δύναμη της πληροφόρησης περί του κοινωνικού προτύπου είναι ότι εξουδετερώνει το πρόβλημα της αβέβαιης επιτευξιμότητας.
Όταν ο κόσμος πληροφορείται ότι, όπως εκείνος, πολλοί άλλοι εξοικονομούν ενέργεια, τότε μειώνονται οι αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Μοιάζει ρεαλιστικό και, κατά συνέπεια, εφαρμόσιμο»15.
Η ανωτέρω αλληλουχία των σκέψεων περί του «πιστοποιητικού» εγκυρότητας και επιτευξιμότητας που παρέχει η πλειοψηφία μπορούν να αξιοποιηθούν για την κατανόηση της δυσμενούς αντιμετώπισης που τυγχάνουν στο δημόσιο διάλογο οι ανεμβολίαστοι πολίτες που δεν συναίνεσαν στην δημιουργία του προβεβλημένου ως εφικτού τείχους ανοσίας!
Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να προκαλούν έκπληξη οι συνθήκες πνευματικής «παχυσαρκίας» που επικρατούν σχετικά με οτιδήποτε αφορά στην πανδημία ή τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, μετά βεβαιότητας δε και για όποιο άλλο θέμα τεθεί στην ημερήσια ατζέντα με όρους επείγοντος (οσονούπω: η κλιματική αλλαγή16)· ούτε, βεβαίως, πρέπει να ξενίζει ο «μαζικός εμβολιασμός» με επαναλαμβανόμενες δόσεις «κοινής λογικής» και «πραγματικότητας» διά της «‘‘κατανάλωσης’’ πραγματικότητας με τη μορφή αποσυντιθεμένων ‘‘αποσπασμάτων’’ που προβάλλονται σε μια οθόνη»17, η οποία με τη σειρά της θέτει υπό επιτήρηση την δυνατότητα προσέγγισης της πραγματικότητας, ευνοώντας την ουδετεροποίηση της διαμόρφωσης άποψης που καταλήγει να «αφορά αποκλειστικά τη λεγόμενη υγιεινή […]»18.
Η ως άνω ουδετεροποίηση της διαμόρφωσης γνώμης ισούται στην πράξη με την αποδοχή ως μόνης ορθής θέσης αυτής με την οποία συντάσσεται η πλειοψηφία και η οποία, κατά κανόνα, θα έχει έρεισμα στην (εκάστοτε) κυβέρνηση που έχει θέσει τους όρους για αυτήν την ουδετεροποίηση.
Για την τοιουτοτρόπως διαμορφωμένη πλειοψηφία μπορεί να λεχθεί ότι μιλά άπταιστα τη γλώσσα της εξουσίας:
«[…] για τους κατοίκους αυτής της περιοχής πρέπει να ειπωθεί ότι δε διαθέτουν καμιά δική τους γλώσσα […], μαθαίνουνε με ζήλο την γλώσσα του εκάστοτε αφέντη τους που αλλάζει συχνά […]»19.
Για την ακρίβεια, η εξουσία έχει μεριμνήσει ώστε η γλώσσα της να γίνει η καθομιλουμένη. Μοιάζει με την εκπαίδευση του σκύλου:
Ποιος, αλήθεια, εκπαιδεύει τον σκύλο του με τρόπο ώστε αυτός να επιτεθεί στο αφεντικό του όταν του σφίξει το λουρί παραπάνω από το αναγκαίο;
Είναι απολύτως αναμενόμενο: η προκάτ σκέψη, η, κατά τον Taleb, σκέψη σύμφωνα με τις αναλογίες ενός ευκλείδειου, απολύτως γεωμετρικού κουτιού που είναι προϊόν κι αυτό μίας πορείας εντός του κουτιού, από την στιγμή της γέννησης έως τον θάνατο20, μοιάζει με την οδήγηση ενός πανάκριβου, γρήγορου και άνετου αυτοκινήτου στην άσφαλτο της ευθείας, την οποία όλοι ονειρεύονται· η ανυπότακτη σκέψη μοιάζει με ανάβαση στο βουνό την οποία ελάχιστοι αποτολμούν.
Ο κίνδυνος του «ατυχήματος» ελλοχεύει και στην άσφαλτο και στο βουνό. Γι’ αυτό θα πρέπει κανείς να έχει ως πυξίδα πορείας το πρώτο εκ των καρτεσιανών παραγγελμάτων:
«[…] να μην παραδέχομαι ποτέ τίποτα για αληθινό, αν δεν το ξέρω ολοφάνερα αληθινό· δηλαδή ν’ αποφεύγω προσεκτικά τη βιασύνη και την προκατάληψη, και να μην περιλαμβάνω στις κρίσεις μου τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι θα παρουσιάζεται στον νου μου τόσο καθαρά και τόσο ευδιάκριτα, ώστε να μη μου δίνεται καμιά ευκαιρία να αμφιβάλλω γι’ αυτό […]»21.
Αλλά αν εξακολουθεί να αμφιβάλλει κανείς; Εν αμφιβολία υπέρ...της αμφιβολίας! Είναι ο μόνος τρόπος πρόληψης αυτής της ασθένειας «όπου μπερδεύεις αυτό που δεν βλέπεις με αυτό που δεν υπάρχει […]»22 και ίσως ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης των «παρενεργειών» για όσους είναι «μολυσμένοι με τη χειρότερη ασθένεια, όπου μπερδεύουν αυτό που δεν βλέπουν με αυτό που δεν μπορούν να δουν»23.
Με πληθώρα διόλου ευφάνταστων πρακτικών όπως ο πλήρης αποκλεισμός των ανεμβολίαστων από συγκεκριμένες δραστηριότητες, η υποχρέωση επίδειξης αρνητικού διαγνωστικού ελέγχου για τον Covid-19 για τη συμμετοχή σε άλλες, το πρόστιμο των 100 ευρώ για τους ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών κτλ.
Για μια αναλυτική κριτική επί των νομικών «εκτρωμάτων» κατά τη διαχείριση της πανδημίας βλ. Κ. Βαθιώτη, Από την τρομοκρατία στην πανδημία: υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις στον πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού, εκδ. Αλφειός, 2021, του ιδίου,
Από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σε φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, εκδ. Αλφειός, α’ έκδοση, 2021.
Για την κατανόηση της δύναμης και του αντικτύπου της ταξινόμησης ως πράξεως άσκησης εξουσίας που καθιστά, πολλάκις, δεδομένο το ζητούμενο βλ. Th. Szasz,
Η ψυχιατρική ταξινόμηση σαν στρατηγική προσωπικής καταπίεσης σε: Th. Szasz/R. Laing, Δύο δοκίμια για την ψυχιατρική καταπίεση, μτφ.: Αλ. Παπαθανασόπουλος, εκδ. Ελεύθερος τύπος, 1980, σελ. 6-8.
Συγγραφείς: Ντίκενς / Χένρυ / Χολτ / Λαγκιγιομί / Ντέννισον / Βασκέθ / Φ. Ουρύ / Κολ / Ραιηνώ / Φυρστενόι / Ζ. Ουρύ / Νιέλ / Ι. Ίλλιτς / Γκόρζ / Σ. Φρενέ / Σμιτ / Αθανασιάδης, μτφ.: Ν. Μπαλής / Ελ. Καρβούνη / Γ. Γεωργαντζή / Γ. Παπακυριάκης / Μ. Τσελέντη, εκδ. Καστανιώτη, 1979.
Βλ. Τζ. Χένρυ, Μεσ’ απ’ τη διαδικασία της εκπαίδευσης ο άνθρωπος γίνεται τρωτός, μτφ.: Ν. Μπαλής, σε: Η ιδεολογία της εκπαίδευσης και η μάθηση της ελευθερίας, όπ.π., σελ. 47.
Βλ. Τζ. Χένρυ, όπ.π., σελ. 48.
Βλ. Τζ. Χένρυ, όπ.π., σελ. 49.
Βλ. Τζ. Χένρυ, όπ.π., σελ. 49.
Βλ. Σοπενχάουερ, Το ασήμαντο αιώνια επαινούν, μτφ.: Ξ. Αρμύρος, εκδ. Κάκτος, 2009, σελ. 93 και 98-99.
Βλ. Τζ. Χένρυ, όπ.π., σελ. 50.
Βλ. Τζ. Χένρυ, Ο εφιάλτης μέσα στη σχολική τάξη, μτφ.: Ν. Μπαλής, σε: Η ιδεολογία της εκπαίδευσης και η μάθηση της ελευθερίας, όπ.π., σελ. 52.
Βλ. Τζ. Χένρυ, Ο εφιάλτης μέσα στη σχολική τάξη, όπ.π. σελ. 54.
Απόσπασμα εκ του μυθιστορήματος του Κ. Ντίκενς, Δύσκολα χρόνια, μτφ.: Ν. Μπαλής, σε: Η ιδεολογία της εκπαίδευσης και η μάθηση της ελευθερίας, όπ.π. σελ. 27.
Βλ. R. Cialdini, Προ-πειθώ, εκδ. Κλειδάριθμος, 2022, σελ. 259.
R. Cialdini, όπ.π. σελ. 259-260.
R. Cialdini, όπ.π. σελ. 260-264.
Βλ. Κ. Βαθιώτη, Από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σε φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, εκδ. Αλφειός, α΄ έκδοση, 2021, σελ. 239 επ.
Ι. Ίλλιτς, «‘‘Κοινωνία χωρίς σχολεία’’, και μετά τι;», μτφ.: Ν. Μπαλής, σε: Η ιδεολογία της εκπαίδευσης και η μάθηση της ελευθερίας, όπ.π., υποενότητα: Η ανισότητα που καταντάει τελικά να θεωρείται κάτι καλό, σελ. 298· για την ευδοκίμηση της προπαγάνδας στο σύγχρονο πεδίο της ενημέρωσης βλ. Γ. Πλειό, Παραποιημένες ειδήσεις (Fake News). Ο μετασχηματισμός της προπαγάνδας στην κοινωνία της ενημέρωσης, εκδ. Gutenberg, 2021.
Ι. Ίλλιτς, όπ.π. σελ. 298-299.
Βλ. Jürgen Buchmann, Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ, μτφ.: Σ. Σταμπουλού, εκδ. Gutenberg, 2019, σελ. 34.
Βλ. N. Taleb, Η κλίνη του Προκρούστη, μτφ.: Λ. Ανδρέου, εκδ. Φερενίκη, 2011, σελ. 50.
Descartes, Λόγος περί της μεθόδου, μτφ.: Χ. Χρηστίδης, εκδ. Παπαζήση, 1976, σελ. 19.
Βλ. N. Taleb, όπ.π. σελ. 33.
N. Taleb, όπ.π. σελ. 33.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου