Η ΝΕΑ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗ ΕΛΙΤ
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η ύπαρξη μιας τέτοιας ελίτ, όχι μόνο έχει ήδη θεωρητικοποιηθεί τόσο από τη μαρξιστική σκοπιά όσο και από αυτή της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ) αλλά επίσης, όλο και περισσότερο, επαληθεύεται από την αναδυόμενη πραγματικότητα.
Μπορούμε να ορίσουμε την «υπερεθνική ελίτ» ως την ελίτ η οποία αντλεί τη δύναμή της (οικονομική, πολιτική ή γενικότερα κοινωνική) από τη λειτουργία της στο υπερεθνικό επίπεδο ― γεγονός που σημαίνει πως δεν εκφράζει μόνο, ή έστω κυρίως, τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους.
Η υπερεθνική ελίτ αποτελείται από τις υπερεθνικές οικονομικές ελίτ, δηλαδή τα διευθυντικά στελέχη των πολυεθνικών και τις θυγατρικές τους, τις υπερεθνικές πολιτικές ελίτ, δηλαδή τους γραφειοκράτες και πολιτικούς οι οποίοι παίζουν υπερεθνικό ρόλο και μπορεί να εδράζονται είτε σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς ή στις κρατικές μηχανές των κυρίαρχων οικονομιών της αγοράς και κυρίως αυτής των ΗΠΑ, και τέλος τις υπερεθνικές τεχνοκρατικές ελίτ, των οποίων τα μέλη παίζουν κυρίαρχο ρόλο στα διάφορα διεθνή ιδρύματα, τις ομάδες διαμόρφωσης πολιτικής (think tanks), τα ερευνητικά κέντρα των μεγάλων διεθνών πανεπιστημίων, τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.τ.λ.
Η προσέγγιση της ΠΔ αναφέρεται σε μία υπερεθνική «ελίτ» και όχι σε μία υπερεθνική «τάξη», επειδή η μαρξιστική έννοια της τάξης είναι όχι μόνο στενότερη από την έννοια της ελίτ αλλά και ξεπερασμένη αφού μόνο εν μέρει εκφράζει την πραγματικότητα των «ταξικών» διακρίσεων στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα[1].
Είναι μία ελίτ, επειδή τα μέλη της κατέχουν κυρίαρχη θέση μέσα στην κοινωνία, ως αποτέλεσμα της οικονομικής, πολιτικής, ή ευρύτερα κοινωνικής, δύναμης που συγκεντρώνουν στα χέρια τους.
Και είναι μια υπερεθνική ελίτ, επειδή τα μέλη της, σε αντίθεση με τις εθνικές ελίτ, βλέπουν πως ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσουν την προνομιούχα θέση τους στην κοινωνία δεν είναι η εξασφάλιση της αναπαραγωγής κάποιου πραγματικού ή φανταστικού έθνους-κράτους αλλά η διασφάλιση της παγκόσμιας αναπαραγωγής του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (και όχι απλώς η προώθηση των συμφερόντων του παγκόσμιου κεφαλαίου, όπως ισχυρίζεται η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης).
Με άλλα λόγια, η νέα υπερεθνική ελίτ βλέπει τα συμφέροντά της σε συνάρτηση με τις διεθνείς παρά με τις εθνικές αγορές, στη διεθνή παρά στην εθνική σκακιέρα.
Είναι λοιπόν σαφές πως η υπερεθνική ελίτ δεν έχει εγκαθιδρύσει κάποιο εδαφικό κέντρο εξουσίας, αφού είναι ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει πως αυτή η ελίτ δεν βασίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο έθνος-κράτος, ούτε καν στις ΗΠΑ, αν και φυσικά δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τη δύναμη συγκεκριμένων κρατών για να πετύχει τους στόχους της -ιδιαίτερα όταν αυτό το κράτος συμβαίνει να είναι η ηγετική στρατιωτική δύναμη!
Τέλος, φαίνεται ότι η διαδικασία GATS (η οποία στοχεύει στην επέκταση της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο στον χώρο των Υπηρεσιών) παρέχει και άλλη ευκαιρία στην υπερεθνική ελίτ για να θεσμοποιήσει τον ρόλο της και ήδη έχει αντίκτυπους στην Ε.Ε. Έτσι, η «Οδηγία Bolkestein», που στοχεύει στη δραστική μείωση των εξουσιών των εθνικών κυβερνήσεων πάνω στις πολυεθνικές είναι ήδη υπό συζήτηση, προκαλώντας μαζικές διαμαρτυρίες και διαμάχες σε Γαλλία, Βέλγιο, Σουηδία, Δανία κ.ά.
Οι κύριοι στόχοι της Οδηγίας αυτής είναι, πρώτον, να εξουδετερώσει κάθε εθνικό νόμο ή στάνταρ που δυσχεραίνει ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να διεισδύουν στις αγορές άλλων κρατών-μελών και, δεύτερον, να δώσει τη δυνατότητα σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να λειτουργούν οπουδήποτε στην Ε.Ε., όχι σύμφωνα με τους νόμους της χώρας που τις φιλοξενεί, αλλά σύμφωνα με τους κανόνες της δικής τους «χώρας προέλευσης».
Η Οδηγία μάλιστα εφαρμόζει τους ίδιους κανόνες στα συστήματα υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών που ισχύουν και για τους... κτηματομεσίτες, τις διαφημιστικές εταιρείες και τους σεκιουριτάδες, πράγμα που σημαίνει ότι η Κομισιόν δεν βλέπει πια τις ιατρικές υπηρεσίες ως ένα δημόσιο αγαθό που πρέπει να απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες, αλλά σαν μια «οικονομική δραστηριότητα», ένα εμπόρευμα, που είναι αντικείμενο συναλλαγών μέσα στην Ε.Ε. όπως κάθε άλλο, βάζοντας τα συμφέροντα των επιχειρήσεων πάνω από την προστασία των εργατών και καταναλωτών[2]!
Είναι σαφές επομένως ότι, ενώ στην (εθνική) οικονομία της αγοράς ο ρόλος επιβολής των κανόνων της αγοράς έχει ανατεθεί στο έθνος-κράτος, στη σημερινή (διεθνοποιημένη) οικονομία της αγοράς ο αντίστοιχος ρόλος επιβολής των κανόνων της διεθνοποιημένης αγοράς έχει ανατεθεί, όχι στο κράτος, αλλά σε διεθνείς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ και/ή το ελεγχόμενο από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις Συμβ. Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Μολονότι, επομένως, είναι αλήθεια ότι δεν έχουν γίνει επίσημες διευθετήσεις για τη θεσμοποίηση της πολιτικής παγκοσμιοποίησης, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως μια ανεπίσημη μορφή πολιτικής παγκοσμιοποίησης έχει ήδη ξεκινήσει από την «υπερεθνική ελίτ», μια παγκοσμιοποίηση που υλοποιείται προς το παρόν μέσω διεθνών οικονομικών θεσμών (π.χ. Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) και πολιτικών/στρατιωτικών θεσμών (π.χ. ΝΑΤΟ).
Ο άμεσος στόχος είναι η κατεδάφιση των «ρυθμιστικών φραγμών» που εμποδίζουν την ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών, αρχικά μεταξύ της Ευρώπης και της Αμερικής, και στη συνέχεια μεταξύ αυτού του πελώριου εμπορικού μπλοκ και του υπόλοιπου κόσμου που θα υποχρεωθεί να αποδεχθεί τους εμπορικούς όρους αυτού του μπλοκ.
Ο απώτερος στόχος είναι η δημιουργία μιας πελώριας ενιαίας απορυθμισμένης αγοράς που θα ελέγχεται από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, πάνω στην οποία οι κοινωνικοί έλεγχοι για την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος θα είναι ελαχιστοποιημένοι.
Ωστόσο, αν και οι πολιτικές που προωθούνται από την υπερεθνική ελίτ εκφράζουν το «γενικό συμφέρον» της, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο εσωτερικό της όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης σε σχέση με την επιδεινούμενη οικονομική, οικολογική και γενικότερη κοινωνική κρίση.
Αυτή η διαφορά αντανακλάται στη σύγκρουση των απόψεων μεταξύ, από τη μια μεριά, των «συντηρητικών» της στοιχείων (που εκφράζονται κυρίως από την οικονομική ελίτ των ΗΠΑ και τους αντιπροσώπους της στην κυβέρνηση) και, από την άλλη, των «πεφωτισμένων» στοιχείων της που εκφράζονται από κάποιες ευρωπαϊκές οικονομικές και πολιτικές ελίτ.
Τα «συντηρητικά» στοιχεία, με βάση την υπόθεση ότι όλος ο πλούτος είναι αποτέλεσμα ατομικών προσπαθειών, υλοποιούν μια ατζέντα που βασίζεται στη φιλοσοφία ότι κάθε κρατική δραστηριότητα καταστρέφει την ελευθερία του ατόμου.
Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η φορολογία είναι ολέθρια διότι δημεύει τον πλούτο που κανονικά ανήκει στα άτομα και εισβάλλει στην ιδιωτική οικονομική μας σφαίρα για να υπολογιστεί τι οφείλουμε στο κράτος, με μοναδικό στόχο να χρηματοδοτήσει την κρατική δραστηριότητα, η οποία υπονομεύει την ελευθερία και -αν δαπανάται στην πρόνοια, την εκπαίδευση ή την υγεία- υποσκάπτει το κίνητρο να είμαστε υπεύθυνοι για τους εαυτούς μας. Αυτή η οικονομική φιλοσοφία βρίσκει την εφαρμογή της στην άρνηση των ΗΠΑ να δεσμευτούν από τους ελάχιστους περιορισμούς που επέβαλε η συνθήκη του Κιότο και, όπως είδαμε παραπάνω, σε μια επιθετική πολιτική και στρατιωτική στρατηγική.
Από την άλλη μεριά, οι ευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ, έχοντας ν' αντιμετωπίσουν ισχυρότερες αντιδράσεις ενάντια σ' αυτού του είδους τη φιλοσοφία από τις αμερικανικές ομόλογές τους (εξαιτίας της ισχυρότερης σοσιαλιστικής/σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης στην Ευρώπη), αν και υιοθετούν όλα τα βασικά στοιχεία της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, προτείνουν επίσης διάφορα μέτρα για τη μείωση της ακραίας φτώχειας (αλλά όχι βέβαια και της ανισότητας!), υιοθετούν τους ελάχιστους περιορισμούς της συνθήκης του Κιότο και ακολουθούν μια πολιτική πλήρους ενσωμάτωσης της Κίνας, της Ρωσίας και των κρατών «ταραξιών», όπως το Ιράν, στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς αντί να τα αποξενώνουν μέσω επιθετικών πολιτικών και στρατιωτικών στρατηγικών. Με άλλα λόγια, ο στόχος των τελευταίων είναι η δημιουργία μιας «παγκοσμιοποίησης με ανθρώπινο πρόσωπο» η οποία όμως δεν θα αλλάζει καθόλου τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ως προς τα θεμελιώδη στοιχεία της.
Ωστόσο, δεδομένης της σημερινής ανυπέρβλητης πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης που διαθέτουν τα αμερικανικά τμήματα της υπερεθνικής ελίτ, είναι φυσικό η συναίνεση που θα προκύψει από τη σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτών τάσεων να εκφράζει κυρίως τα συμφέροντα των πρώτων.
Ιδιαίτερα σήμερα που τα αμερικανικά τμήματα μέσα στην υπερεθνική ελίτ έχουν εγκαθιδρύσει μια μακροχρόνια ανωτερότητα επί των υπολοίπων, όχι μόνο στο στρατιωτικό επίπεδο -όπου τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 2001 τούς έδωσαν τη δυνατότητα να λειτουργούν επίσημα ως ο αστυφύλακας της Νέας Παγκόσμιας Τάξης- αλλά και στο οικονομικό επίπεδο, δεδομένης της αδιαφιλονίκητης θέσης τους στην πληροφορική επανάσταση που τους τοποθετεί πολύ πιο μπροστά από τους ανταγωνιστές τους στην Άπω Ανατολή και την Ευρώπη, καθώς και εξαιτίας της μακροχρόνιας παρακμής της γιαπωνέζικης ελίτ.
Μια ξεκάθαρη ένδειξη της αμερικανικής κυριαρχίας μέσα στην υπερεθνική ελίτ είναι το γεγονός πως ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 οχτώ στις 10 μεγαλύτερες πολυεθνικές στον κόσμο ήταν γιαπωνέζικες, τώρα είναι όλες αμερικανικές![3]
* Από το νέο βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία που κυκλοφορεί τον Μάη από τις Εκδόσεις Γόρδιος.
[1] βλ. Τ. Fotopoulos, «Class Divisions Today» Democracy & Nature, vol. 6, no. 2 (μετάφραση στο περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία Μάρτιος-Ιούνιος 2005).
[2] Όπως παρατηρεί ο David Rowland, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (The Guardian, 20/1/2005).
[3] Madeleine Bunting, «Smash and grab inc.: The US ruled the last century and it will rule the next», (The Guardian, 24/8/1999).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου