Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΔΕΙΧΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ...ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΩΣ!

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Π. ΗΛΙΑΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ ΕΚ ΠΟΝΤΟΥ ΤΟΥ ΕΔΕΙΞΕ ΟΤΙ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ «ΣΤΕΦΑΝΟΝ ΕΞ ΑΚΑΝΘΩΝ ΠΕΡΙΤΙΘΕΤΑΙ…»!


Στην αρχή είδε νοερά έναν ιερωμένο που έφερε άμφια ιερατικά λευκά με χρυσοΰφαντα κεντήματα ξεχώριζε το πετραχήλι του στον ίδιο χρωματισμό. 

Έπειτα είδε τον Χριστό στο Σταυρό από πλάγια οπτική και κυρίως μπούστο έφερε το ακάνθινο στεφάνι και από την Αγία Του γερτή Κεφαλή εκτοξεύονταν δεν έπεφταν εκτοξεύονταν με δύναμη αιματηρές σταγόνες …. πολλές πολλές...

 Επίπονο ύφος…τεντωνόταν δεν έκαμπτε ακριβώς προς τα μπρος. Γενειοφόρος με λεπτό γένι… μετά έστρεψε αλλού τα μάτια του και είδε τον π. Ηλία Διαμαντίδη ακριβώς όπως είναι σε αυτή τη φωτογραφία…

”Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς”… εκεί είμαστε ως ανθρωπότητα.

Ήταν σαν να του έδειξε ο άγιος άνθρωπος ο π. Ηλίας με το προορατικό του σε ποιο στάδιο βρίσκεται η ανθρωπότητα.. …. ( επί του πνευματικού πιεστηρίου)

Τον π. Ηλία τον αναγνώρισε γιατί μόλις την προηγούμενη μέρα είχε διαβάσει γι αυτόν και είχε δει αυτή τη φωτογραφία..

σε ποιον έδειξε; στον Χ .. στο πνευματικό twitter (X) υπάρχει συνεχή ροή πληροφοριών

Ο π. Ηλίας Διαμαντίδης (1880-1946) Πόντιος από τα μέρη της Τραπεζούντας έγγαμος που σώθηκε από Αρμένικο στρατό από Τούρκους και πέρασε στη Γεωργία έγινε παπάς εκεί κάπου στο Βατούμ και καθ’ υπόδειξη του προστάτη του Αη Γιώργη έκανε μια εκκλησία προς τιμή του έφθασε δε να έχει ως και ιαματικό χάρισμα. έκανε πολλά καλά στάθηκε σε πολύ κόσμο συνέδραμε κάθε κατατρεγμένο βασανίστηκε από καθεστώς για την πίστη του έφερε ανθρώπους στο Θεό με τα χαρίσματα του..

(Από το βιβλίο Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’ enromiosini.gr αποσπασματικά το Συναξάρι του που ακολουθεί:)

Ο πα­τήρ Ἠλί­ας Δια­μα­ντί­δης[1] γεν­νή­θηκε τό 1880 στό χω­ριό Χουρ­μι­κιά­ντο τῶν Σουρ­μέ­νων τοῦ Πό­ντου, τό ὁποῖο ἀπέ­χει ὀκτώ ὧρες μέ τό καΐκι ἀπό τήν Τρα­πε­ζοῦ­ντα.

Οἱ γο­νεῖς του Πα­να­γι­ώ­της καί Ἀ­θη­νᾶ ἦ­ταν φτω­χοί αλλά θεοσεβείς. Γρήγορα πέθανε η μητέρα του και ο πατέρας του παντρεύθηκε άλλη και η μητριά του τον βασάνισε όπως δεν έχει βασανίσει άνθρωπος άνθρωπο. Ωστόσο όλα τα αντιμετώπισε με ανεξικακία και στο τέλος την γηροκόμισε...

Ὁ Ἠ­λί­ας λό­γῳ οἰ­κο­νο­μι­κῆς δυ­σχέ­ρειας δέν πῆ­γε στό σχο­λεῖ­ο καί δέν ἔ­μα­θε γράμ­μα­τα. Μέ­χρι τά δε­κα­ε­πτά του ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς ντε­νε­κε­τζῆς στά Πλά­τα­να Τρα­πε­ζοῦν­τος, στόν ξά­δερ­φό του Πέ­τρο Δι­α­μαν­τί­δη.

Τό 1897 ὁ με­γά­λος του ἀ­δελ­φός Κων­σταν­τῖ­νος καί ἡ μη­τρυιά του ἐ­πέ­με­ναν νά τόν παν­τρέ­ψουν μέ μιά κο­πέλ­λα τριά­ντα χρό­νων πού ὅμως δέν ἦ­ταν ἀ­πό κα­λή γε­νε­ά, γιά τήν πε­ρι­ου­σί­α της. 

Ὁ Ἠ­λί­ας δέν ἤ­θε­λε γι᾽ αὐτό τή νύ­χτα τοῦ γά­μου ἔ­φυ­γε καί μέ­σα ἀ­πό τά βου­νά Χο­τσε­ράν­το ἔ­φτα­σε στό χω­ριό Κα­ρα­κατ­ζή. Πῆ­γε στούς γο­νεῖς μιᾶς φτω­χῆς νέ­ας, τῆς Σω­τή­ρας, τήν ὁ­ποί­α συμ­πα­θοῦ­σε καί ἤ­θε­λε γιά γυ­ναῖ­κα του. 

Μέ τήν εὐ­χή τῶν γο­νέ­ων της, Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης, νυμ­φεύ­φθη­κε τήν δε­κα­ε­πτά­χρο­νη Σω­τή­ρα Γε­ρον­τί­δου.

Ἔζη­σε μέ τήν γυ­ναῖ­κα του στήν ἀρ­χή πο­λύ φτω­χι­κά. Δού­λευε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος στόν φοῦρ­νο τοῦ Πα­να­γι­ώ­τη Χατ­ζη­λιά. Ὁ Πα­να­γι­ώ­της εἶ­δε τόν Ἠ­λί­α πού δού­λευ­ε τί­μια καί φι­λό­τι­μα καί τοῦ ἔ­δω­σε τόν φοῦρ­νο του. 

Ἀλλά καί ὁ Θε­ός τόν εὐ­λο­γοῦ­σε καί κέρ­δι­ζε πολ­λά. Τό­τε ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να με­γά­λο σπί­τι στό Κα­ρα­κατ­ζή στό Χά­νι. Τό σπί­τι του ἔ­γι­νε παν­δο­χεῖ­ο γιά ξέ­νους καί φτω­χούς. Βο­η­θοῦ­σε κρυ­φά τούς πει­να­σμέ­νους.

 Χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τουρ­κά­λες γιά νά κρύ­βε­ται ὁ ἴ­διος, νά νο­μί­ζουν ὅ­τι Τοῦρ­κοι κά­νουν τίς ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Τίς πλή­ρω­νε καί με­τέ­φε­ραν τή νύ­χτα τρό­φι­μα σέ σπί­τια πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. 

Ἔ­δι­νε αὐ­στη­ρή ἐν­το­λή νά μήν τόν μαρ­τυ­ρή­σουν. Σέ μιά χή­ρα μέ τέσ­σε­ρα μω­ρά ἔ­στελ­νε μέ μιά τουρ­κά­λα ἀ­λεύ­ρι καί κα­θό­ταν ἡ τουρ­κά­λα καί βο­η­θοῦ­σε τήν χή­ρα στό ζύ­μω­μα.

Ὁ Ἠ­λί­ας μέ τήν Σω­τή­ρα ἀ­πέ­κτη­σαν ἕ­ξι κο­ρί­τσια. Τήν Ἀ­γά­πη, ἡ ὁ­ποί­α παν­τρεύ­τη­κε καί με­τά τήν χη­ρεί­α της ἔ­γι­νε μο­να­χή μέ τό ὄ­νο­μα Μα­ρί­α στήν Κού­μα τοῦ Σο­χούμ, τήν Βα­σι­λι­κή, τήν Ἑ­λέ­νη, τήν Καλ­λι­ό­πη (Κά­λλη), τήν Ἀ­θη­νᾶ καί τήν Ὄλ­γα.

Ὁ Ἠ­λί­ας ἦ­ταν προ­κομ­μέ­νος καί ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τόν Θε­ό. Στε­νο­χω­ριό­ταν ὅμως πού δέν ἤ­ξε­ρε γράμ­μα­τα. Φά­νη­κε λοι­πόν κά­πο­τε στόν ὕ­πνο του Ἄγ­γε­λος καί ἄρ­χι­σε νά τοῦ μα­θαί­νη γράμ­μα­τα, ψαλ­τι­κή καί ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. 

Κά­θε βρά­δυ τόν ἔ­βλε­πε στόν ὕ­πνο του καί συ­νέ­χι­ζε τό μά­θη­μά του, μέ­χρι πού ἔ­μα­θε ὁ Ἠ­λί­ας νά δι­α­βά­ζη, νά γρά­φη κα­λά, νά ψέλ­νη καί νά ἁ­γι­ο­γρα­φῆ. Τίς Κυ­ρια­κές ἔ­ψελ­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ στό χω­ριό Τσί­τα τῶν Σουρ­μέ­νων. 

Ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά καλ­λί­φω­νος καί ἔ­ψελ­νε μέ εὐ­λά­βεια, ὅ­πως εἶ­χε δι­δα­χθῆ ἀ­πό τόν Ἄγ­γε­λο. Ἔ­χον­τας ἀ­γά­πη καί ἔ­φε­ση γιά τήν προ­σευ­χή ξυ­πνοῦ­σε πάν­τα νω­ρίς γιά νά προ­σεύ­χε­ται.


Διακρίνονται ἀπό ἀριστερά: ὄρθιος ὁ πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης, κάτω ἡ θετή κόρη Ἐλπινίκη, ἡ σύζυγος Σωτήρα, ἡ θυγατέρα Ἀγάπη Παρασκευοπούλου (μοναχή Μαρία), Κώστας Κυριακίδης, πίσω του ἡ ἀδελφή του Δέσποινα, ἡ θυγατέρα του Κάλλη Κυριακίδου καί ἡ κόρη της Μαρία Πιλιτσίδου.

Τό 1918 ἡ ζω­ή τους, ὅ­πως καί ὅ­λων τῶν Ἑλ­λή­νων τοῦ Πόν­του, ἔ­γι­νε ἀ­φό­ρη­τη ἀ­πό τίς βι­αι­ό­τη­τες τῶν Τούρ­κων. Ἀ­νή­με­ρα τῶν Φώ­των, τήν ὥ­ρα τοῦ ἁ­για­σμοῦ οἱ Τοῦρ­κοι πε­ρι­κύ­κλω­σαν τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ χω­ριοῦ. Ὁ στρα­τός τῶν Ἀρ­με­νί­ων ὅ­μως τούς δι­ε­σκόρ­πι­σε. 

Ἔ­τσι ξε­κί­νη­σαν τήν ἴ­δια μέ­ρα πολ­λές οἰ­κο­γέ­νει­ες νά φύ­γουν γιά τήν Ρωσ­σί­α. Με­τα­ξύ αὐ­τῶν καί ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Ἠ­λί­α. Ὁ ἴ­διος ἔ­φυ­γε ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ­δοι­πο­ρών­τας ἐ­πί δε­κα­πέν­τε ἡ­μέ­ρες μέ­σα στά χι­ό­νια...

Στό Βα­τούμ στό χω­ριό Μαχ­μου­τί­α ἦ­ταν ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη ἡ κό­ρη του Ἀ­γά­πη μέ τόν σύ­ζυ­γό της Ἀ­βρα­άμ ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν πο­λύ πλού­σιος.

Ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νά ἀ­σκῆ τό ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ φούρ­να­ρη ἀλ­λά καί νά βο­η­θᾶ τούς φτω­χούς. Ἀ­νάγ­κα­ζε τούς ξέ­νους νά ἔρ­θουν νά φι­λο­ξε­νη­θοῦν στό σπί­τι του. Ἔ­στελ­νε τήν ­κό­ρη του Κάλ­λη στά σταυ­ρο­δρό­μια μέ τήν δι­εύ­θυν­σή του γραμ­μέ­νη στό χαρ­τί νά τήν δί­νη στούς ξέ­νους καί νά τούς προ­σκα­λῆ γιά φι­λο­ξε­νία. 

Ἔ­κλαι­γε ἀ­πό χα­ρά ὅ­ταν τόν ἐπι­σκέ­πτο­νταν ζη­τιᾶ­νοι, πρό­σφυ­γες καί φτω­χοί. Κάθε βράδυ εἶχε πέντε–δέκα ἄτομα. Ἔ­βα­ζε τά παι­διά του νά τούς ξε­ψει­ρί­σουν, νά τούς πλύ­νουν τά πό­δια, τά ροῦ­χα τους καί με­τά τούς ὡδη­γοῦ­σαν στό με­γά­λο δω­μά­τιο, τό «μου­σα­φίρ–ὀν­τά», πού τό εἶ­χε εἰ­δι­κά γιά τήν φι­λο­ξε­νί­α τῶν πτω­χῶν. Ὁ ἴ­διος τούς ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε καί τούς τά­ϊ­ζε μέ­χρι νά χορ­τά­σουν. «Φᾶ­τε, πι­έ­τε, μήν ντρέ­πε­στε», ἔ­λε­γε. Ὁ ἴ­διος ἔ­τρω­γε τε­λευ­ταῖ­ος. Εἶ­χε ξε­χω­ρι­στό δω­μά­τιο γιά τούς ἀρ­ρώ­στους.Ἡ κα­λή του σύ­ζυ­γος τόν βο­η­θοῦ­σε στήν φι­λο­ξε­νί­α καί τόν συ­να­γω­νι­ζό­ταν στήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ρω­τοῦ­σαν νά μά­θουν ποι­ός ἔ­χει ἀ­νάγ­κη καί τή νύ­χτα ἔ­στελ­ναν τσου­βά­λια ἀ­λεύ­ρι, τυ­ριά, φροῦ­τα σέ χῆ­ρες καί ὀρ­φα­νά, σέ φυ­λα­κές καί ἱ­δρύ­μα­τα.

Μιά νύ­χτα, ἡ ὀρ­φα­νή Αὐ­γού­λα πού τήν με­γά­λω­ναν στό σπί­τι τους, εἶ­δε τήν Σω­τή­ρα νά βγαί­νη κρυ­φά ἀ­πό τό σπί­τι καί τήν ρώ­τη­σε ποῦ πά­ει τέ­τοια ὥ­ρα. «Ἡ­σύ­χα­σε», τῆς εἶ­πε, «πά­ω ν᾿ ἀρ­μέ­ξω τίς ἀ­γε­λά­δες». «Τέ­τοι­α ὥ­ρα;», ρώ­τη­σε πά­λι ἡ Αὐ­γού­λα. «Θά πά­ω τό γά­λα στίς φυ­λα­κές».

Ἐ­κτός ἀ­πό τήν Αὐ­γή με­γά­λω­σε καί πάν­τρε­ψε καί ἄλ­λο ὀρ­φα­νό κο­ρι­τσά­κι, τήν Ἐλ­πι­νί­κη.

Μιά νύ­χτα ὁ Ἠ­λί­ας εἶ­δε στόν ὕ­πνο του τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ πα­ρήγ­γει­λε νά κτί­ση κο­ντά στό σπί­τι του Ἐκ­κλη­σί­α στό ὄ­νο­μά του. Τοῦ ὑπέ­δει­ξε μά­λι­στα καί τό ση­μεῖ­ο πού θά κρε­μοῦ­σε τήν εἰ­κό­να του κα­θώς καί τίς ἄλ­λες εἰ­κό­νες, ἐνῶ τοῦ ὑπο­σχέ­θη­κε ὅ­τι θά τόν βο­η­θοῦ­σε καί θά ἐ­νερ­γοῦ­σε θαύ­μα­τα.…

Ἔσκα­ψε γύ­ρω του μέ κο­πί­δι καί σφυ­ρί καί τό­τε βρῆ­κε τοῖ­χο Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔσκα­ψε μέ προ­σο­χή. Ἀμέ­σως φά­νη­καν οἱ τρεῖς πλευ­ρές τοῦ να­οῦ καί στόν τοῖ­χο μιά τοι­χο­γρα­φία τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου πού διε­τη­ρεῖ­το καλά.

Ἔ­φτια­ξε τήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ σα­νί­δια καί τήν σκέ­πα­σε μέ χορ­τά­ρια. Ἀπ­᾿ ἔ­ξω ἔ­μοια­ζε μέ ἀ­χυ­ρῶ­να, ὥστε νά μήν δί­νη ὑ­πο­ψί­α στούς κομ­μου­νι­στές. Ζω­γρά­φι­σε μό­νος του τίς εἰ­κό­νες καί τίς το­πο­θέ­τη­σε ὅ­πως ἤ­θε­λε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος. 

Ἡ κό­ρη του Ἀ­γά­πη πού ἦ­ταν κρυ­φή μο­να­χή πε­ρι­ε­ποι­εῖ­το τήν Ἐκ­κλη­σία. Ὁ Ἠλί­ας τῆς πα­ρήγ­γει­λε νά κρα­τᾶ ἀ­κοί­μη­το τό καν­τή­λι τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Ὅταν πή­γαι­νε νά σβή­ση, αὐ­τή ἄκου­γε ἕναν ἦχο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό καί τό­τε πή­γαι­νε νά προ­σθέ­ση λά­δι καί νά κα­θα­ρί­ση τό φυ­τί­λι του. 

Αἰ­σθά­νο­νταν μέ διά­φο­ρους τρό­πους τήν πα­ρου­σί­α τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Ὅταν ἐρ­χό­ταν ὁ Ἅ­γιος ἄκου­γαν πο­δο­βο­λη­τό καί ἔ­βλε­παν τά πα­τή­μα­τα τοῦ ἀ­λό­γου του στόν χω­μά­τι­νο δρό­μο.

Ὁ Ἠ­λί­ας ἀ­γω­νι­ζό­ταν πο­λύ καί τό πα­ρά­δειγ­μά του πα­ρα­κι­νοῦ­σε καί τούς ἄλ­λους. Ξυ­πνοῦ­σε στίς 3 τή νύ­χτα καί μέ­χρι τό πρωΐ προ­σευ­χό­ταν. Βί­α­ζε τόν ἑαυ­τό του πο­λύ στήν προ­σευ­χή. Ἔ­κα­νε κομ­πο­σχοί­νι καί ἔ­τρε­χαν τά δά­κρυ­ά του συ­νέ­χεια. 

Ἄν κά­πο­τε δέν ξυ­πνοῦ­σε, τόν σκουν­τοῦ­σε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος λέ­γο­ντας: «Σή­κω, ἡ ὥ­ρα πέ­ρα­σε». Ὁ ἴ­διος ξυ­πνοῦ­σε καί τήν οἰ­κο­γέ­νειά του γιά νά προ­σευ­χη­θοῦν ἐνῶ τήν ὀρ­φα­νή Αὐ­γού­λα τήν ξυ­πνοῦ­σε στίς 3.30΄ μέ πρα­εῖ­α φω­νή.

Πῆ­γε στόν ἱε­ρέα τῆς πε­ριο­χῆς ὁ Ἠλί­ας καί τοῦ ἀνέ­φε­ρε γιά τήν Ἐκ­κλη­σία πού ἀνα­κά­λυ­ψε. Ἐκεῖ­νος ἦταν γέ­ρος καί γιά τόν φό­βο τῶν ἀθέ­ων κομ­μου­νι­στῶν δέν φο­ροῦ­σε ρά­σα. Πα­ρα­κί­νη­σε τόν Ἠλία νά χει­ρο­το­νη­θῆ ἱε­ρέ­ας γιά νά μπο­ρῆ νά βα­πτί­ζη καί νά κοι­νω­νᾶ τούς χρι­στια­νούς. 

Δέ­χθη­κε καί χει­ρο­το­νή­θηκε ἱε­ρέ­ας ἀ­πό τόν ἐ­πί­σκο­πο τοῦ Βα­τούμ. Φο­ροῦ­σε μιά ἱ­ε­ρα­τι­κή στο­λή πού εἶ­χε κλη­ρο­νο­μή­σει ἀ­πό ἕ­να θεῖο του ἱ­ε­ρέ­α, τόν πα­πα–Γιώρ­γη, καί λει­τουρ­γοῦ­σε κρυ­φά στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί σ᾿ ἄλ­λα ἐ­ρη­μοκ­κλή­σια.

Ὅ­ταν οἱ πι­στοί τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἔ­μα­θαν ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἱ­ε­ρέ­ας στό χω­ριό, πή­γαι­ναν γιά νά λει­τουρ­γη­θοῦν τή νύ­χτα στό Ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Οἱ Τοῦρ­κοι τῆς πε­ρι­ο­χῆς τό πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν καί τό κα­τέ­δω­σαν στήν Ἀ­στυ­νο­μί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­κα­νε ἐ­φό­δους. 

Ὅμως ὁ πα­τήρ πάν­τα εἰ­δο­ποι­εῖ­το ἔγ­και­ρα ἀπό κα­λούς ἀν­θρώ­πους καί πρίν ἔρ­θη ἡ Ἀ­στυ­νο­μί­α, σκορ­πί­ζον­ταν καί ἔ­κα­ναν ὅ­τι μα­ζεύ­ουν ξύ­λα ἤ ὅ­τι ἀ­πα­σχο­λοῦν­ται μέ κά­ποι­α ἄλ­λη ἐρ­γα­σί­α.

 Ὁ π. Ἠ­λί­ας δή­λω­νε εὐ­θαρ­σῶς ὅ­τι ἦ­ταν χρι­στια­νός, καί οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­λε­γαν στήν Ἀ­στυ­νο­μί­α ὅ­τι ἦ­ταν ἐρ­γά­τες του. Σέ κά­θε ἔ­φο­δο τῶν ἀ­στυ­νο­μι­κῶν τόν συ­νε­λάμ­βα­ναν, τόν ἀνέ­κρι­ναν, τόν ἔ­κλει­ναν στήν φυ­λα­κή, τόν χτυ­ποῦ­σαν καί τόν ἄ­φη­ναν νη­στι­κό.

 Ὑπέ­στη πολ­λά βα­σα­νι­στή­ρια χω­ρίς νά λυ­γί­ση, ὅμως πα­ρέ­μει­νε στα­θε­ρός ὁ­μο­λο­γη­τής. Ὅ­ταν ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τήν φυ­λα­κή, ἐ­νῶ ἀ­κό­μη πο­νοῦ­σε ἀ­πό τά βα­σα­νι­στή­ρια, πή­γαι­νε κρυ­φά κά­θε νύ­χτα στό Ἐκ­κλη­σά­κι του καί μέ τούς πι­στούς τε­λοῦ­σαν τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Ἦ­ταν ἀ­σκη­τι­κός καί λι­το­δί­αι­τος. Συ­νή­θως τό φα­γη­τό του ἦ­ταν λί­γο ρυ­ζά­κι νε­ρου­λό ἤ λί­γα κα­ρύ­δια ἤ λί­γο λά­χα­νο βρα­στό. Στά τέ­λη του ἔ­πι­νε τσά­ϊ μέ πα­ξι­μά­δι. 

Κρα­τοῦ­σε τά τρι­ή­με­ρα καί τό βρά­δυ ἔ­τρω­γε μό­νο τρί­α φουν­τού­κια. Νή­στευ­ε μέ ζῆ­λο τίς Σα­ρα­κο­στές. Συ­χνά πά­θαι­νε γα­στρορ­ρα­γί­ες καί ἦ­ταν πο­λύ ἀ­δύ­να­τος. Συ­νή­θι­σε καί τά παι­διά του ἀ­πό μι­κρά στή νη­στεί­α.

Τήν ἡ­μέ­ρα ἐρ­γα­ζό­ταν στό κτῆ­μα του. Καλ­λι­ερ­γοῦ­σε λα­χα­νι­κά καί πολ­λῶν εἰ­δῶν καρ­πο­φό­ρα δέν­δρα, ἀκό­μη καί τσά­για.Ὅ­πως ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος, ἔ­δω­σε στόν πα­πα–Ἠ­λί­α τό χά­ρι­σμα νά θε­ρα­πεύ­η ἀ­σθε­νεῖς. Τούς δι­ά­βα­ζε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, τούς σταύ­ρω­νε καί τούς ἔ­δι­νε νά ἀ­σπα­σθοῦν τά λεί­ψα­να τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ νέ­ου ἐλε­ή­μο­νος καί τῆς Μα­ρί­ας.

Σταύ­ρω­νε ἀ­κό­μη καί Τούρ­κους καί Ἀρ­με­νί­ους οἱ ὁποῖ­οι θε­ρα­πεύ­ον­ταν. Γιά κά­ποι­ον εἶ­πε ὅ­τι θά ἔλ­θει ἀ­πό μα­κρυ­ά ἀλ­λά δέν θά γί­νει κα­λά, για­τί δέν ἔρ­χε­ται μέ πί­στη. Ἔ­τσι τοῦ εἶ­πε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος καί ἔ­τσι ἔ­γι­νε.

Ἕ­να ὀρ­φα­νό παι­δί, ὁ Κώ­στας ἀ­πό τήν Κρι­μαία, ἔ­πα­σχε ἀ­πό ἐ­πι­λη­ψί­α. Τόν θε­ρά­πευ­σε ὁ π. Ἠ­λί­ας καί ἡ κό­ρη του, ἡ Ἀ­γά­πη, τόν στε­φά­νω­σε.

Μιά μέ­ρα ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος τοῦ ἔ­δει­ξε στό βου­νό ἕ­να λου­λού­δι πού ἔ­μοια­ζε μέ μαρ­γα­ρί­τα. Εἶ­χε δυό­ χρώ­μα­τα, ἄ­σπρο καί κί­τρι­νο. Τοῦ εἶ­πε νά τά βρά­ζη ξε­χω­ρι­στά. Τά ἄ­σπρα ἀ­φοῦ τά βρά­σει, νά τά δί­νη στούς ἀ­τέ­κνους ἄν­δρες καί τό ζου­μί ἀ­πό τά κί­τρι­να στίς γυ­ναῖ­κες. 

Ἐ­πει­δή φο­βή­θη­κε μή­πως εἶ­ναι ἀ­πό τόν πει­ρα­σμό γιά νά φαρ­μα­κώ­ση τούς ἀν­θρώ­πους, ἔ­βρα­σε, ἤ­πι­ε πρῶ­τα ὁ ἴ­διος καί, ἀ­φοῦ εἶ­δε ὅ­τι δέν ἔ­πα­θε τί­πο­τε τό ἔ­δι­νε καί στούς ἀ­τέ­κνους καί τε­κνο­ποι­οῦ­σαν. Ὁ ἴ­διος βά­πτι­ζε τά παι­διά τους.

Ἕνας Τοῦρ­κος, ὀνό­μα­τι Χου­σε­ΐν, ζοῦ­σε στό σπί­τι τῆς κό­ρης του στήν Μαχ­μου­τί­α. Δί­πλα τους ἔ­με­νε ἕ­νας Δι­οι­κη­τής Ἀ­στυ­νο­μί­ας πού ἡ γυ­ναῖ­κα του ἦ­ταν τρελ­λή καί τήν ἔ­δε­ναν μέ ἁ­λυ­σί­δες. Ὁ Χου­σε­ΐν τόν λυ­πή­θη­κε καί τοῦ εἶ­πε ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­νας Ἕλ­λη­νας πού μπο­ρεῖ νά θε­ρα­πεύ­ση τήν γυ­ναῖ­κα του. 

Ἀ­μέ­σως ζή­τη­σε νά τόν φέ­ρη στό σπί­τι του. Ὁ π. Ἠ­λί­ας εἶ­πε νά φέ­ρουν τήν ἄρ­ρω­στη στό σπί­τι τῆς κό­ρης τοῦ Χου­σε­ΐν. Ἐ­κεῖ ἐπί δώ­δε­κα ἡ­μέ­ρες τήν δι­ά­βα­ζε, τήν σταύ­ρω­νε καί με­τά ἔ­γι­νε κα­λά καί ἦρ­θε στά λο­γι­κά της. 

Ἀ­πό τό­τε ἡ Ἀ­στυ­νο­μί­α δέν τόν ξα­να­ε­νό­χλη­σε. Ὁ Δι­οι­κη­τής ἔ­γι­νε κρυ­φά χρι­στια­νός καί ὁ π. Ἠ­λί­ας βά­πτι­σε ὅ­λη τήν οἰ­κο­γέ­νειά του.

Τρεῖς Τοῦρ­κοι πού ζοῦ­σαν στήν Ρωσ­σί­α ἔ­μα­θαν ὅ­τι ὁ πατήρ κά­νει θαύ­μα­τα καί ἀ­πο­φά­σι­σαν νά τόν σκο­τώ­σουν ἤ νά τόν ἀπα­γά­γουν καί νά σφρα­γί­σουν τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

 Πη­γαί­νον­τας μέ τ᾿ ἄ­λο­γά τους τή νύ­χτα, ἕ­νας κα­βαλ­λά­ρης μέ ἄ­σπρο ἄ­λο­γο τούς ἔ­κο­βε τόν δρό­μο. Τ᾿ ἄ­λο­γά τους φο­βή­θη­καν καί γύ­ρι­σαν πί­σω. 

Ἦταν ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος πού τούς ἔ­δι­ω­ξε. Με­τα­νοι­ω­μέ­νοι δι­η­γή­θη­καν τό πά­θη­μά τους στόν π. Ἠ­λί­α ζη­τώ­ντας συγ­χώ­ρη­ση.

Τό ἰα­μα­τι­κό χά­ρι­σμα τοῦ πατρός ἔ­γι­νε γνω­στό παν­τοῦ. Ἔρ­χον­ταν ἀ­πό πο­λύ μα­κρυ­ά Ἀρ­μέ­νιοι, Ρῶσ­σοι, Γε­ωρ­για­νοί, ἀ­κό­μη καί Τοῦρ­κοι γιά νά θε­ρα­πευ­θοῦν. Ὁ πα­πα–Ἠ­λί­ας κοιτά­ζο­ντάς τους προ­σε­κτι­κά προ­γνώ­ρι­ζε ἄν θά γί­νουν κα­λά. 

Κα­τα­λά­βαι­νε ποιοί θά θε­ρα­πεύ­ον­ταν καί τούς τό ἔ­λε­γε. Με­τά τούς δι­ά­βα­ζε. Ὅταν ὅ­μως “ἔ­βλε­πε” ὅτι δέν θά γί­νον­ταν κα­λά, τούς ἔ­λε­γε νά φύ­γουν.

Ἐ­κτός ἀ­πό τά πολ­λά θαύ­μα­τα πού ἔ­κα­νε προ­έ­λε­γε γε­γο­νό­τα πού ἐ­πα­λη­θεύ­ον­ταν, για­τί εἶ­χε τό προ­ο­ρα­τι­κό χά­ρι­σμα. Ὅ,τι εἶχε ὁ ἄλλος στήν καρδιά του τό γνώριζε καί πολλές φορές τό ἔλεγε..

Συ­χνά προ­φή­τευ­ε λέ­γον­τας: «Θά ᾿ρθεῖ ἕ­νας και­ρός πού θά γί­νουν οἱ ἄν­δρες γυ­ναῖ­κες καί οἱ γυ­ναῖ­κες ἄν­δρες. Τό­τε θά πέ­σει με­γά­λη κα­τά­ρα στόν κό­σμο. 

Θά γί­νει πό­λε­μος στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί ὁ Ρῶσ­σος θά νι­κᾶ˙ θά πά­ει ὡς τόν Εὐ­φρά­τη πο­τα­μό. (σσ έφθασε στον Ευφράτη) Θ᾿ ἀ­νοί­ξει ἡ Ἁ­γιά Σο­φιά καί θά λει­τουρ­γη­θῆ. Ἕ­νας ἑ­ξα­δά­κτυ­λος βα­σι­λι­άς θά εἶ­ναι τό­τε». 

Καί ἔ­λε­γε: «Ξύ­πνα Ρωσ­σί­α καί δρά­ξον τά ὅ­πλα σου». Δη­λα­δή ἔ­λα σέ με­τά­νοι­α, σέ πί­στη καί ἀ­πόρ­ρι­ψε τήν ἀ­θε­ΐ­α.

Ἔ­βλε­πε συ­χνά τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο. Κά­πο­τε τοῦ εἶ­πε: «Θἄρ­θουν Τοῦρ­κοι νά κά­ψουν τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί θά προ­σπα­θή­σουν νά σᾶς σκο­τώ­σουν». Τό εἶ­πε στήν οἰ­κο­γέ­νειά του ἀλ­λά δυ­σπί­στη­σαν. Τό κτῆ­μα τους τό ζή­λευ­αν οἱ Τοῦρ­κοι καί ἤ­θε­λαν νά τό πά­ρουν.

Ὁ φθό­νος ὅ­μως τῶν ἀν­θρώ­πων δέν τόν ἄ­φη­σε ἥσυ­χο. Ἕ­νας ἐξ ἀγ­χι­στεί­ας συγ­γε­νής του τόν κα­τη­γό­ρη­σε στούς κομ­μου­νι­στές ὅ­τι κρύ­βει χρυ­σα­φι­κά. Εἶ­πε ὅ­τι μέ τά θαύ­μα­τα πού κά­νει μα­ζεύ­ει ὅ,τι τοῦ δί­νουν, ἐ­νῶ ὁ π. Ἠ­λί­ας δέν ἔ­πια­νε χρή­μα­τα στά χέ­ρια του. 

Ἦρ­θαν καί ρή­μα­ξαν τό σπί­τι του, ἅρ­πα­ξαν τά πάν­τα, ἐνῶ αὐ­τόν καί τήν πρε­σβυ­τέ­ρα του Σω­τή­ρα τούς φυ­λά­κι­σαν. Τόν π. Ἠ­λί­α τόν βα­σά­νι­σαν πο­λύ για­τί ἦ­ταν πι­στός, δέν ἤ­ξε­ραν ὅ­τι εἶ­ναι καί ἱ­ε­ρέ­ας. 

Τόν ἔ­βα­λαν σ᾿ ἕ­να λάκ­κο στε­νό τό­σο πού νά μήν μπο­ρῆ νά κα­θή­ση οὔ­τε νά γυ­ρί­ζη ἀ­πό τήν μιά καί τήν ἄλ­λη με­ριά. Οὐ­ροῦ­σαν καί ἀ­πο­πα­τοῦ­σαν πά­νω του καί τόν ἄ­φη­ναν νη­στι­κό.

Ὅ­ταν τό ἔ­μα­θε ὁ Ρῶσ­σος Δι­οι­κη­τής τῆς Ἀ­στυ­νο­μί­ας, τοῦ ὁποί­ου εἶ­χε θε­ρα­πεύ­σει τήν γυ­ναῖ­κα, ἐ­νήρ­γη­σε καί ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σε σ᾿ ἕ­να μῆ­να τήν Σω­τή­ρα καί στούς τρεῖς μῆ­νες τόν π. Ἠ­λί­α, τό ἔ­τος 1938. 

Τοῦ ἔ­δω­σε ροῦ­χα, χρή­μα­τα καί τρό­φι­μα, ἀλ­λά ὁ π.Ἠλί­ας πλέον ἦ­ταν πο­λύ ἄρ­ρω­στος ἀ­πό τίς κα­κου­χί­ες καί τά βα­σα­νι­στή­ρια πού τοῦ ἔ­κα­ναν. Εἶ­χε αἱ­μα­του­ρί­α ἀπό τόν προ­στά­τη καί πο­νοῦ­σε πο­λύ.

Ὅ­ταν κά­πως συ­νῆλ­θε ἄρ­χι­σε πά­λι νά λει­τουρ­γῆ καί νά βα­πτί­ζη. Οἱ λει­τουρ­γί­ες γί­νον­ταν τή νύ­χτα κρυ­φά καί μέ προ­φυ­λά­ξεις. Ἔρ­χον­ταν εἴ­κο­σι–τριά­ντα πι­στοί. Ὁ π. Ἠ­λί­ας λει­τουρ­γοῦ­σε στά Ἑλ­λη­νι­κά μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια καί κα­τά­νυ­ξη. 

Τίς νύ­χτες ἐ­πί­σης ἔ­κα­νε τίς βα­πτί­σεις στό σπί­τι κά­ποιου κα­λοῦ Τούρ­κου γιά νά μήν δί­νη ὑπο­ψί­ες. Κά­ποι­α νύ­χτα βά­πτι­σε τριά­ντα ἑ­πτά, πού τούς ἀ­να­δέ­χθη­κε ἡ Σω­τή­ρα, καί ἄλ­λους ἐ­νε­νήν­τα ἐ­ννιά μέ ἀ­νά­δο­χο τήν κό­ρη του Ἀ­γά­πη (Μα­ρί­α μο­να­χή).

Μιά γυ­ναῖ­κα δι­η­γή­θη­κε πώς κά­πο­τε τήν ὥ­ρα πού λει­τουρ­γοῦ­σε ὁ π. Ἠ­λί­ας βγῆ­κε φῶς ἀ­πό τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί στά­θη­κε πά­νω του.

Ἔ­κα­νε συ­χνά λι­τα­νεῖ­ες για­τί προ­έ­βλε­πε κά­ποια συμ­φο­ρά πού ἐρ­χό­ταν. Ἔ­λε­γε: «Ἀ­πό τά ξε­ρά ξύ­λα καί­γον­ται καί τά χλω­ρά. Ἀ­πό τούς ἁ­μαρ­τω­λούς καί­γον­ται καί οἱ κα­λοί», «χω­ρίς κα­λά ἔρ­γα ἡ πί­στις νε­κρά ἐ­στι».

Ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα μό­λις ἄρ­χι­σε νά σκο­τει­νιά­ζη, ὁ ἐγ­γο­νός τοῦ π. Ἠ­λί­α Γι­ῶρ­γος Κυ­ρι­α­κί­δης εἶ­δε ἕ­να πε­ρί­ερ­γο φῶς πού ἄρ­χι­σε νά ἀ­νε­βαί­νη ἀ­πό τό δά­σος χα­μη­λά πρός τό βου­νό πού ἦ­ταν τό σπί­τι, καί ὅ­λο δυ­νά­μω­νε. 

Σάν νά πῆ­ρε φω­τιά ὅ­λος ὁ τό­πος καί τό παι­δί ἄρ­χι­σε νά κλαί­η. Τόν ρώ­τη­σε ὁ π. Ἠ­λί­ας για­τί κλαί­ει καί τό παι­δί τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε γιά τό φῶς. Γέ­λα­σε ὁ πα­τήρ καί τοῦ εἶ­πε: «Μήν κλαῖς παι­δί μου, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἁη–Γι­ώρ­γης. Εἶ­ναι ὁ και­ρός πού ἔρ­χε­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α».

Στά τε­λευ­ταῖ­α του χρό­νια δέν μπο­ροῦ­σε νά περ­πα­τή­ση. Οἱ συ­χνές γα­στρορ­ρα­γί­ες, ὁ καρ­κί­νος τοῦ προ­στά­τη, ἡ αἱ­μα­του­ρί­α τόν εἶ­χαν κα­τα­βά­λει ἀ­φάν­τα­στα. Ση­κω­τό τόν πή­γαι­ναν στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

 Ὅ­λη τήν μέ­ρα ἦ­ταν σάν νε­κρός ἀλ­λά τήν ὥρα τῆς προ­σευ­χῆς σάν νά ἔμ­παι­νε μιά θεί­α δύ­να­μη στό ἀ­δύ­να­το σῶ­μα του καί πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν πᾶ­νε στόν ἁη–Γι­ώρ­γη. 

Δι­ά­βα­ζε ἐ­πί τρεῖς ὧ­ρες τό Με­σο­νυ­κτι­κό καί τόν Ὄρ­θρο, ὕ­στε­ρα λει­τουρ­γοῦ­σε καί κοι­νω­νοῦ­σε τούς ἀν­θρώ­πους πού ἔρ­χον­ταν ἀ­πό μα­κρυ­ά μέ­σα στά χι­ό­νια.

Στίς 6 Δε­κεμ­βρί­ου 1939 ἡ­μέ­ρα Πα­ρα­σκευ­ή, ἀ­νή­με­ρα τῆς γι­ορ­τῆς τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, ἄρ­γη­σε, δέν ση­κώ­θη­κε κα­τά τό σύ­νη­θες στίς 3. Ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος τόν ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ, συ­χνά τοῦ ἐμ­φα­νι­ζό­ταν καί συ­νω­μι­λοῦ­σαν. 

Ἦρ­θε λοι­πόν ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος λου­σμέ­νος σέ φῶς, τόν ξύ­πνη­σε μ᾿ ἕνα θω­πευ­τι­κό ἁ­πα­λό χτύ­πη­μα καί γε­λοῦ­σε ὅ­λος ἀ­πό ἱ­λα­ρό­τη­τα.

Τό ἴ­διο ἔ­τος 1939 ἔ­φυ­γαν τά παι­διά του γιά τήν Ἑλ­λά­δα. Ὁ π. Ἠ­λί­ας ἐνέ­τει­νε τούς ἀ­γῶ­νες του καί ἄρ­χι­σε νά προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γιά τήν ἔ­ξο­δό του ἀπ᾿ αὐ­τόν τόν κό­σμο.

Ὅταν πλη­σί­α­σε ὁ και­ρός τῆς κοι­μή­σε­ώς του, τίς τε­λευ­ταῖ­ες μέ­ρες ἔ­μει­νε κα­τά­κοι­τος. Δέν δε­χό­ταν φα­γη­τό τρε­φό­με­νος ἀ­πό τήν προ­σευ­χή. Κοι­μή­θη­κε ὁ­σια­κά μέ με­γά­λη εἰ­ρή­νη τόν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1946. 

Τήν ὥ­ρα τῆς κοι­μή­σε­ώς του ἕ­να φῶς κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί τό δω­μά­τιό του πλημ­μύ­ρι­σε ἀ­πό εὐ­ω­δία. Τό δε­ξί του χέ­ρι ἔ­γι­νε σάν τό κε­ρί καί μαρ­τυ­ροῦ­σε τίς κρυ­φές του ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. 

Ἐ­τά­φη κα­τά τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του στήν αὐ­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ ἀ­γα­πη­μέ­νου του Ἁ­γί­ου. Δε­ξιά του ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­τά­φη ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα του Σω­τή­ρα πού κοι­μή­θη­κε τό 1963 σέ ἡ­λι­κί­α 83 ἐ­τῶν καί ἀ­ρι­στε­ρά του ἡ κό­ρη του Ἀ­γά­πη (Μα­ρί­α μο­να­χή).

Ἀ­πό τόν τά­φο του τίς νύ­χτες ἔ­βγαι­νε φῶς. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἀ­πό τά γύ­ρω ρωσ­σι­κά φυ­λά­κια τό ἔ­βλε­παν χω­ρίς νά μπο­ροῦν νά τό ἐ­ξη­γή­σουν καί αὐ­τό τούς φό­βι­ζε. Κά­θε νύ­χτα στίς δώ­δε­κα ἀ­κρι­βῶς τά με­σά­νυ­χτα, ἔ­βγαι­νε τό φῶς ἀ­πό τόν τά­φο του καί ἔρ­ρε­ε μύ­ρο. 

Ὅ­σοι χρί­ον­ταν ἀ­πό τό μύ­ρο, ἀ­πό ὅποια ἀρ­ρώ­στια καί ἄν ἔ­πα­σχαν, ἀ­μέ­σως γί­νον­ταν κα­λά. Αὐ­τά ἔ­γι­ναν γνω­στά καί πλέ­ον ἦ­ταν τό­σοι αὐ­τοί πού πή­γαι­ναν νά θε­ρα­πευ­θοῦν στόν τά­φο τοῦ π. Ἠ­λί­α, πού δέν μπο­ροῦ­σαν νά κρυ­φθοῦν˙ ἔ­γι­νε φα­νε­ρό προ­σκύ­νη­μα.

Ἄ­νοι­ξαν τόν τά­φο ση­κώ­νο­ντας τήν πλά­κα καί βγῆ­κε φῶς ἀ­πό τόν τά­φο. Τό λεί­ψα­νο τοῦ πα­πα–Ἠ­λί­α ἦ­ταν ἀ­κέ­ραι­ο καί εὐ­ω­δί­α­ζε. Τό ἔθα­ψαν πά­λι καί ἀπα­γό­ρευ­σαν στόν κό­σμο νά προ­σέρ­χε­ται στόν τάφο. 

Ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἄλ­λα­ξαν τά πράγ­μα­τα καί δό­θη­κε ἐ­λευ­θε­ρί­α, οἱ πι­στοί ἄρ­χι­σαν πά­λι νά πη­γαί­νουν στόν τά­φο τοῦ π. Ἠ­λί­α, τόν ἀ­να­κή­ρυ­ξαν Ἅ­γιο στό Βα­τούμ καί ἔ­βα­λαν τήν εἰ­κό­να του στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Τό 1962 Γε­ωρ­για­νοί Ἐ­πί­σκο­ποι ἄ­νοι­ξαν πά­λι τόν τά­φο του. Τό λεί­ψα­νό του δέν βρέ­θη­κε. Ὁ τά­φος του εἶ­χε συ­λη­θῆ. Με­τά τήν κοί­μη­σή του ἀ­νέ­βλυ­σε ἁ­γί­α­σμα πού θαυ­μα­τουρ­γεῖ σέ ὅ­σους ἀρ­ρώ­στους πλύ­νον­ται ἤ πί­νουν.

Σή­με­ρα στό να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου λει­τουρ­γεῖ ὁ δι­σέγ­γο­νος τοῦ π. Ἠ­λί­α, ὁ π. Ἀ­βρα­άμ Πα­ρα­σκευ­ό­που­λος.

[1]. Τά στοι­χεῖ­α πού συν­θέ­τουν τόν σύν­το­μο βί­ο τοῦ π.Ἠ­λί­α προ­έρ­χο­νται ἀπό διη­γή­σεις τῆς κό­ρης του Καλ­λιό­πης (Κάλ­λης) καί τῶν ἐγ­γο­νῶν του Μα­ρί­ας καί Ὄλγας (κό­ρες τῆς Καλ­λιό­πης). Εὐ­χα­ρι­στί­ες ὀ­φεί­λον­ται στούς κ. Κλη­με­ντί­δη Πα­να­γιώ­τη καί κ. Πι­λι­τσί­δη Μι­χα­ήλ, δι­σέγ­γο­νο τοῦ π. Ἠλία, πού κα­τέ­γρα­ψαν ἀντι­στοί­χως τίς διη­γή­σεις. 

Ὁ Γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος εἶ­χε δι­α­βά­σει τόν βί­ο, ἔ­κα­νε τίς πα­ρα­τη­ρή­σεις του καί τό­νι­σε ὅτι ὁ π.Ἠλίας ἀ­πό μι­κρός πῆ­ρε τήν θεί­α Χά­ρι για­τί ὑ­πέ­μει­νε μέ ἀνε­ξι­κα­κία τά βα­σα­νι­στή­ρια τῆς μητρυιᾶς του.

[2]. Λευϊτ. ιη΄, 7.

[3]. Βλ. στήν σελ. 38 τοῦ παρόντος.





1 σχόλιο:

  1. Ζητώ συγγνώμη για το ότι θα βγω εκτός θέματος, αλλά έχω μια βαθιά ανησυχία για την Κρήτη, η οποία φιλοξένησε τους "γάμους" της Ορθοδοξίας με τις αιρέσεις στο Κολυμπάρι και τώρα ετοιμάζεται να φιλοξενήσει τους "γάμους" ενός κίναιδου υποψήφιου κυβερνήτη αυτής της φαινομενικά ακυβέρνητης χώρας, την οποία ο Θεός επιτρέπει να κατρακυλάει συνεχώς μέχρι να ξυπνήσουν και να μετανοήσουν και να ταπεινωθούν οι Έλληνες.

    Για να είμαι ειλικρινής, φοβάμαι την εκδήλωση του Πνευματικού Νόμου στη Μεγαλόνησο, το ότι έχει μετατραπεί σε πνευματικό ΒΟΘΡΟ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή