Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

ΕΜΒΑΘΥΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ "ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΣΟΥΠΑΣ"!!!


Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ «ΚΟΙΝΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ» ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ



Της Natacha Polony, 
Γαλλίδας εκπαιδευτικού, από το εξαιρετικό της βιβλίο 
«Τα Χαμένα Παιδιά μας», (“Nos Enfants Gâchés”), στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις.

– Αλήθειες για το «μοντέρνο» (νεοταξικό) εκπαιδευτικό σύστημα που περιφρονεί την κληρονομιά, την παράδοση και την αυθεντία, στερώντας από τους μαθητές την Παιδεία και υπηρετώντας τα σχέδια της παγκόσμιας ελίτ. Η «κοινή κουλτούρα» (culture commune) ορίστηκε επίσημα ως εκπαιδευτικός στόχος στην Γαλλία, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και έκτοτε έχει γίνει ο επίσημος εκπαιδευτικός λόγος – σχεδόν σλόγκαν.


Ο λόγος που προτάθηκε αυτή η έννοια είναι επειδή κρίθηκε περισσότερο «συναινετική» σε μια όλο και εντονότερα πολυπολιτισμική γαλλική κοινωνία, ιδίως στον χώρο των σχολείων, λόγω της μαζικής μετανάστευσης. Στην χώρα μας, (ως προοίμιο της «κοινής κουλτούρας»), έχει υιοθετηθεί ο όρος «διαπολιτισμική εκπαίδευση». 

Εκεί γίνεται λόγος για «ευάλωτες κοινωνικές ομάδες» και υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη «οι τοπικές συνθήκες και οι κοινωνικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες της κάθε ομάδας στόχου» και να δίδεται «ιδιαίτερη βαρύτητα στην αποδοχή της διαφορετικότητας, την αλληλοκατανόηση, το σεβασμό και την εξάλειψη των στερεοτύπων και προκαταλήψεων, με στόχο την καλλιέργεια ενός πολυπολιτισμικού πνεύματος που θα διακατέχει το σχολείο του 21ου αιώνα».

Αποσπάσματα – με ελάχιστες παρεμβάσεις

«Το κυρίαρχο πάθος είναι να ζεις για τη στιγμή – να ζεις για τον εαυτό σου, όχι για τους προγόνους ή τους απογόνους σου. Χάνουμε γοργά την αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια διαδοχή γενεών που ξεκίνησαν από το παρελθόν και προεκτείνονται στο μέλλον» – Christopher Lash, «Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού. Η αμερικανική ζωή σε μία εποχή μειούμενων προσδοκιών».


Ήδη από το 1979 ο Αμερικάνος ιστορικός και κοινωνιολόγος Christopher Lash (1932–1994) είχε διαγνώσει την αρρώστια των σύγχρονων κοινωνιών μέσα από τη μορφή του ναρκισσιστικού ατόμου, που είναι ανίκανο να τοποθετήσει τον εαυτό του στον κατακόρυφο άξονα ενός γενεαλογικού δέντρου, ανίκανο να δει πιο πέρα από τη δική του ζωή. Του ατόμου-μονάδα, που ταξιδεύει μόνο του στον ακύμαντο ωκεανό της καταναλωτικής κοινωνίας. Αυτό το άτομο, που το παρουσιάζουμε σαν πρότυπο στους νέους, ξέρει μόνο τον οριζόντιο άξονα του δικτύου. Αξίες του είναι το «σήμερα» και η «ισότητα». Όχι οι κάθετες γραμμές, η διαδοχή, η κληρονομιά. Το αίσθημα της κληρονομιάς του είναι άγνωστο. Ιστορικό παράδοξο, αν σκεφτούμε ότι μέχρι τώρα ο άνθρωπος ζούσε πάντα συνεχίζοντας και ξαναδιαβάζοντας το παρελθόν του. 

Το κείμενο του Georges Duby με τίτλο ακριβώς «Κληρονομιά» [L’Heritage], το οποίο κλείνει το βιβλίο του Fernand Braudel για τη Μεσόγειο, αποτελεί ύμνο στην «ανθρώπινη τελείωση», στην «υπερηφάνεια και την ευτυχία να είσαι άνθρωπος» που γεννιούνται από τον «ασυγκράτητο τροπισμό», την ασυνείδητη έλξη που νιώθει κάθε άνθρωπος για το πολιτιστικό λίκνο στο οποίο γεννήθηκε. Είναι ένας ύμνος στη μετάδοση της κουλτούρας ως «μαγιάς δημιουργίας». Δεν νοείται μέλλον χωρίς παρελθόν. Ούτε εκσυγχρονισμός χωρίς δεύτερη ανάγνωση, επανερμηνεία όσων προηγήθηκαν και ένταξή τους στις νέες παραστάσεις και αξίες.

Η έννοια της κληρονομιάς είναι αναμφίβολα από τις πιο προβληματικές, αλλά και από τις λέξεις που αποφεύγονται περισσότερο σήμερα. Αφού φτάνουμε να αντικαθιστούμε αυτή τη μιαρή λέξη με την πιο συμβατική, καθότι πιο αόριστη, «κοινή κουλτούρα». Λέμε δηλαδή ότι πρέπει να δώσουμε στους νέους μια «κοινή κουλτούρα» για τον ωραίο και απλό λόγο ότι θεωρείται απαράδεκτο να θέλουμε να τους χαρίσουμε μια κληρονομιά. Είναι γιατί η λέξη αυτή μυρίζει κοινωνική αναπαραγωγή και ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων. 

Για σκεφτείτε το, η αρχική έννοια της λέξης είναι «τα αγαθά που κληροδοτεί ο πατέρας», που συμβολίζει μια απεχθή πατριαρχική παράδοση. Για να απαλλαγούμε από την καταπίεση πρέπει, για άλλη μια φορά. να καταργήσουμε και το ελάχιστο ίχνος που τη θυμίζει, και άρα να κάψουμε τα χλωρά μαζί με τα ξερά. … Στο όνομα ενός ευγενούς σκοπού, του «σεβασμού στη διαφορετικότητα»-διαφορετική προέλευση, διαφορετική κοινωνική καταγωγή ή απλώς ιδιοπροσωπία, μοναδικότητα του καθενός απογυμνώνουμε μια ολόκληρη γενιά και διευρύνουμε ένα κενό που θα είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί..


Ο ρόλος του σχολείου δεν είναι να εντάξει τη «διαφορετικότητα» στο πρόγραμμά του, αλλά να βοηθήσει όλους τους μελλοντικούς πολίτες, όσο διαφορετικοί κι αν είναι, να συναντηθούν γύρω από κάποιες γνώσεις που χειραφετούν και ταυτόχρονα ενώνουν, που επιτρέπουν σε κάθε άτομο να τοποθετηθεί στην ανθρώπινη γενεαλογία, στη διαδοχή ανθρώπων και ιδεών, και γνώσεων που είναι ανθρώπινες γιατί κληροδοτήθηκαν από άλλους ανθρώπους. 

Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να μην περιορίζουμε τους μαθητές εκ των προτέρων σε ό,τι τους προσδιορίζει, δηλαδή στην ταυτότητα της προέλευσής τους, που τους δίνει η οικογένεια, ή ακόμα στην ταυτότητα του «νέου». Γιατί στις δυτικές κοινωνίες μας, κι αυτό αποτελεί καινοτομία, η νεότητα θεωρείται μια ιδιαίτερη ταυτότητα, ενώ σε όλους τους πολιτισμούς ήταν μόνο ένα στάδιο της ζωής, ένα πέρασμα προς τον ενήλικο βίο. Γιατί αυτή η μυθοπλασία; 

Να είναι τάχα συνδυασμός του μαζικού καπιταλισμού που αναζητεί νέες αγορές και μιας γενιάς του baby boom που κουβαλά τα τραύματα του πολέμου, και η οποία δεν αναγνωρίζει στους γονείς της το δικαίωμα να την καθοδηγήσει;… Προσομοιώνοντας τους νέους με κοινωνική τάξη ή, τουλάχιστον, με μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, καλλιεργούμε το μύθο μιας οντότητας αποκομμένης από το κοινωνικό σύνολο, που είναι προορισμένη να διαρκεί για πάντα. Δημιουργούμε μάλιστα ένα καταπληκτικό αγοραστικό κοινό στο οποίο πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα να εκφράσει τη «διαφορετικότητά» του..


Κάποτε ούτε καν ετίθετο ζήτημα: ζούσαμε σε ένα κοινωνικό κόσμο. Η Εκκλησία, η οικογένεια, το κράτος και όλοι οι θεσμοί είχαν αναλάβει να παρέχουν τα κλειδιά που επέτρεπαν την ανάγνωση του κόσμου, την αίσθηση του ανήκειν σε μια ομάδα, σε μια κοινότητα και μέσα από εκεί σε ολόκληρη την ανθρωπότητα… Το να ζητάμε από το σχολείο να αντικαταστήσει τους άλλους παράγοντες κοινωνικής συνοχής, ενώ ακόμα και στο ίδιο απαγορεύουμε να παίξει το ρόλο αυτού που ενώνει το έθνος, κι από πάνω να απαιτούμε πρακτική αποτελεσματικότητα, είναι μια ενέργεια καταδικασμένη σε αποτυχία….

Αξιοσημείωτο παράδοξο: συχνά εν ονόματι ακριβώς του «ανοίγματος στον άλλο» και της «ανεκτικότητας», απαγορεύσαμε το σχολείο να γίνει όχημα μιας κληρονομίας η οποία αντιθέτως μας εισάγει στις παγκόσμιες αξίες…. Χαρακτηριστικό περιστατικό, στην Γαλλία, το 2003, ένας επιθεωρητής του υπουργείου Παιδείας συνέταξε μια αναφορά κατά ενός καθηγητή ιστορίας, ο οποίος είχε τολμήσει να εξηγήσει στους μαθητές ότι το μάθημά του είχε σκοπό να «τους μεταδώσει τη συλλογική μνήμη και να τους αναπτύξει το συναίσθημα ότι ανήκουν σε ένα σύνολο, στους Γάλλους, στον δυτικό κόσμο». 

Τι φρίκη! Άκου να τους μιλάει στους μαθητές για «τους προγόνους μας τους Γαλάτες»; Όποιος αποτολμήσει κάτι τέτοιο, θα παρομοιαστεί με τον Τεν-Τεν που έκανε μάθημα στους μικρούς Κονγκολέζους: οι χειρότερες στιγμές της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Για να είμαστε σίγουροι λοιπόν ότι αποφεύγουμε αυτόν το σκόπελο, λέμε να αποκλείσουμε την ιστορία από τη λίστα με τα βασικά μαθήματα, και αφήνουμε μόνο όση λογοτεχνία χρειάζεται για να περιγράφει έννοιες που εμείς κρίνουμε χρήσιμες.


Την επομένη της δημοσίευσης της έκθεσης Thelot, (για το μέλλον της εκπαίδευσης), ο Γάλλος φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και θεωρητικός του μαρξισμού Regis Debray (Ρεζίς Ντεμπρέ) οδηγήθηκε σε παραίτηση από το νεοσύστατο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Θρησκειολογίας, βλέποντας ότι η μελέτη του θρησκευτικού φαινομένου είχε εξαφανιστεί τυπικά και ουσιαστικά από τους στόχους του σχολείου του μέλλοντος. 

Ο Ντεμπρέ (ο οποίος στα νιάτα του είχε περάσει δέκα χρόνια στη Λατινική Aμερική, πολεμώντας μαζί με τον Tσε Γκεβάρα) δήλωσε στην καθολική εφημερίδα La Croix στις 4 Νοεμβρίου 2004 ότι «δεν υπάρχει ούτε καν μνεία στη σκοπιμότητα και το όφελος μιας κριτικής διδασκαλίας των θρησκειών ως στοιχείων του πολιτισμού. Προφανώς δεν έχουν θέση σε ένα όραμα του κόσμου που θέλει τον άνθρωπο κυρίως οικονομικό ον, αποκομμένο από τις συμβολικές διαστάσεις του». Η κοινή κουλτούρα σήμερα είναι χαζοσήριαλ και χαζοεκπομπές στην τηλεόραση. Αυτό που ενώνει τον πληθυσμό είναι μια ανοχή ανάμεικτη με αδιαφορία και στηριγμένη στο σύμβολο της πίστεως της εποχής μας: «είναι επιλογή μου».

Με άλλα λόγια, η παντελής έλλειψη κουλτούρας -με την πιο κλασική και την πιο παλιομοδίτικα ελιτίστικη έννοια της λέξης – μιας όλο και αυξανόμενης μερίδας μιας ολόκληρης γενιάς οδηγεί σε γενική αποδοχή αυτού του φαινομένου, που προμηνύει μια ελάχιστη διάθεση αντίδρασης απέναντι σε κάθε είδους κίνδυνο που δεν ορίζεται επίσημα ως τέτοιος. Το να αντιδρά κανείς στον «φασισμό», που θεωρείται κακός, είναι εύκολο. Η αντίσταση όμως στην υποδούλωση που μπορεί να επιφέρει το μοντέρνο θα αποδειχθεί προνόμιο των λίγων συνειδήσεων που ως εκ θαύματος θα παραμείνουν άγρυπνες...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου