ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝ ΚΥΚΛΩ: ΕΝΑ ΡΟΛΟΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ.
Το ζήτημα του χρόνου, ως μιας ουσιώδους μεταβλητής της ίδιας της ύπαρξης, μας έχει απασχολήσει ουκ ολίγες φορές και στο παρελθόν. Ωστόσο, όσα κι αν ειπωθούν ή, ακόμη καλύτερα, όσα κι αν καταγραφούν μέσω της αρθρογραφίας, είναι λογικό πως ο πανδαμάτωρ χρόνος θα στέκει πάντοτε λίγο μακρύτερα, λίγο ψηλότερα από τις λέξεις, καλοκαμωμένες ή άγευστες.
Η σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τον χρόνο είναι εκ των πραγμάτων αμφίσημη· αφ’ ενός γνωρίζει, μέσω του προχωρήματος της γνώσεως επί του θέματος, πως ο χρόνος δεν είναι, επί της ουσίας, αυτό που αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του, αλλά αφ’ ετέρου τού είναι σχεδόν αδύνατον να πάψει να τον προσεγγίζει αμιγώς αισθητηριακά, να τον κατατέμνει σε μικρά, μικρότερα, μικρότατα κομματάκια.
Για τον σύγχρονο άνθρωπο όλα οφείλουν να είναι μετρήσιμα. Και ό,τι «αρνείται» να μετρηθεί είτε αγνοείται είτε λογίζεται ως ανάξιο, ως παντελώς άχρηστο.
Ακόμη κι αυτή η «ηλικία» του Σύμπαντος έχει πέσει «θύμα» της άνωθι «λογικής». Ακούμε συχνά πως το Σύμπαν έχει τόσα δισεκατομμύρια χρόνια ηλικία ή λίγο περισσότερα από τόσο ή και λίγο λιγότερα, γιατί έτσι ή αλλοιώς.
Μα, ακόμη κι ένα μικρό παιδάκι είναι εύκολο να αντιληφθεί πως στο παραπάνω «επιστημονικό» ευφυολόγημα περιλαμβάνεται μια τεράστια αυθαιρεσία· ένα έτος, ένα γήινο έτος, για να μην μπερδευόμαστε, ισούται με το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να διαγράψει η Γη μιαν πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο.
Η Γη είναι ένας μικρός πλανήτης στην άκρη του Δυτικού σπειροειδούς βραχίονα του Γαλαξία μας. Μια ασήμαντη κουκίδα σκόνης εμπρός στο άπειρο της υπάρξεως είτε αυτή είναι ορατή είτε αόρατη από τις αισθήσεις μας.
Πώς, λοιπόν, χρησιμοποιείται ο χρόνος περιφοράς ενός μικρού πλανήτη ως το απόλυτο μέτρο για την ηλικία ολόκληρου του Σύμπαντος, αλλά και κάθε πλανητικού σώματος ξεχωριστά;[1] Προφανώς το εν λόγω άλμα λογικής εξυπηρετεί βαθύτερους κι ασφαλώς σκοτεινότερους εξουσιαστικούς σκοπούς.
Μάλλον πολλά από τα ψεύδη της επιστήμης, τουλάχιστον αυτής που μετά χαράς πράττει ως άοκνη θεραπαινίδα της εξουσίας, αν τα αναμοχλεύσεις ολίγον περισσότερο από το προφανές, διαπιστώνεις πως είναι τόσο χοντροκομμένα που εμπρός τους, ακόμη και η πλέον ανιαρή εξιστόρηση μοιάζει με φαντασμαγορικό παραμύθι για δράκους, νεραΐδες, στοιχειά, μαγεμένες βασιλοπούλες και ρωμαλέους πολεμιστές.
Ακολουθεί μια αλληγορική αφήγηση για τον χρόνο, όπως περίπου τον αντιλαμβάνονταν για χιλιετηρίδες οι απολίτιστοι άνθρωποι της κοινοτικής συμβίωσης, καθώς και αρκετοί από τους πολιτισμένους της πρώιμης αστικής εποχής, δηλαδή με τη μορφή αέναων επαναλαμβανόμενων κύκλων, και όχι ως γραμμική ευθεία στην οποία τα γεγονότα συμβαίνουν άπαξ κι άρα αποκτούν χαρακτήρα «μοναδικό» και «ιστορικό».
Εξ άλλου, ακόμη και τα ρολόγια, τουλάχιστον με τη μορφή που τα γνωρίζαμε μέχρι προσφάτως, «αναγκάζονται» να διαγράψουν κύκλους για να ορίσουν τις «αδιαπραγμάτευτες» ευθείες της κυριαρχίας. Δεν είναι πράγματι ειρωνικό; Μπορούμε σχεδόν να διακρίνουμε τον αρχέγονο κυνηγό/τροφοσυλλέκτη να μειδιά.
***
Πολλές φορές και σε πολλούς καιρούς ήταν ένας γέροντας μοναχός δίχως μοναστήρι. Ήταν ο μόνος επιζών μιας παλιάς μονής που είχε καταστραφεί. Το μόνο που είχε μείνει ήταν ένα παλιό επιτοίχιο ξύλινο ρολόι. Δούλευε ακόμη και επαναλάμβανε τον χρόνο με την ίδια, αδιατάρακτη συνέχεια.
Κι αυτό το ρολόι τον βασάνιζε. Ήταν το τελευταίο του περιουσιακό στοιχείο. Δεν ήθελε να κατέχει τίποτε, μα δεν μπορούσε να το αποχωριστεί. Ήταν το μόνο που τον συνέδεε με το παρελθόν. Σκεφτόταν καιρό τί να το κάνει. Του ήταν βάρος και δεν ήθελε να το κουβαλά. Από την άλλη, πώς να το αφήσει; Σε ποιόν;
Ήταν ο μόνος που είχε επιζήσει και ο μόνος που θυμόταν ακόμη όλη τη διδασκαλία του μοναστηριού. Το ίδιο του το σώμα ήταν ένα μεγάλο βιβλίο, που είχε όλα τα γραμμένα κι όλα όσα θα γραφούν. Προστάτευε τη μυστική γνώση, για να μην πέσει σε λάθος χέρια. Έψαχνε να βρει παντού μόνο εκείνον που μπορούσε να το καταλάβει, αλλά είχε καθαρή ψυχή για να το περισώσει χωρίς να βλάψει.
Κάθισε, λοιπόν κάτω από ένα δέντρο και περίμενε.
Πέρασε χρόνος. Πολύς; Λίγος; Πέρασε; Χρόνος; Πάντως, εμφανίστηκε ο μαθητής και του έδωσε το ρολόι. Καθώς καθόταν οκλαδόν κάτω από το δέντρο, με τα μάτια κλειστά, άφησε και του το έκλεψε ένα παιδί.
Το παιδί ήταν ένα χαμίνι του δρόμου. Έκανε πολλή ησυχία και παρά το βάρος του ρολογιού, διέθεσε αρκετή επιδεξιότητα, ώστε να μείνει ευχαριστημένο με την επιδεξιότητά του.
Με πολύ κόπο, το παιδί μετέφερε το ρολόι στο σπίτι του. Έμενε μαζί με επτά αδέρφια του, τη μητέρα του, τον πατέρα του, τη γιαγιά του και τον παππού του. Τον παππού του, από μια παραξενιά της τύχης τον φώναζαν όλοι Δεκέμβριο.
Μόλις είδε το ρολόι, αν και μισότυφλος, του φάνηκε παράξενο. Νόμιζε πως κάπου μα κάπου το είχε ξαναδεί. Μα ίσως και να του φάνηκε. Μετά από τόσα χρόνια. Η μνήμη, η ηλικία. Η μνήμη; Η ηλικία; Πάντως, δυσκολευόταν να θυμηθεί. Τελικά, το ξέχασε.
Το ρολόι τοποθετήθηκε στην άκρη ενός βρώμικου, φτωχικού δωματίου. Έτσι ήταν και τα υπόλοιπα, δηλαδή. Τα υπόλοιπα δύο, για την ακρίβεια. Η οικογένεια πολυμελής και φτωχή. Σχεδόν αυτά τα δύο πηγαίνουν μαζί για κάποιον λόγο. Πάντως, δεν θα έλεγε κανείς ότι αυτοί ήταν τόσο φτωχοί, που να μην έχουν τίποτε.
Όλα τα μέλη, ακόμη και τα γηραιότερα επιδίδονταν σε ρακοσυλλογή με μεγάλη επιτυχία. Είχαν μαζέψει τόσα σκουπίδια, είχαν επισκευάσει τόσα από αυτά, που το σπίτι ήταν πλήρως εξοπλισμένο και είχαν όλοι τους όσα χρειάζονταν και μερικά ακόμη που δεν χρειάζονταν.
Η δουλειά τους ήταν άλλοτε περιστασιακή άλλοτε πιο συστηματική. Άλλοτε απέδιδε κάτι, άλλοτε τίποτε σπουδαίο, άλλοτε απλώς τίποτε. Δουλειά τους ήταν να βρίσκουν τρόπους να επιβιώνουν χωρίς πολύ κόπο και το είχαν καταφέρει. Είχαν πολύ ελεύθερο χρόνο και πολύ καθαρό μυαλό.
Είχαν, επίσης, έναν κανόνα: αν κάτι ξέμενε σπίτι για πάνω από μήνα χωρίς να χρησιμοποιηθεί, έπρεπε να το ξεφορτωθούν. Τον κανόνα αυτόν τον είχε επιβάλει ο παππούς Δεκέμβριος. Οι άλλοι είχαν συμφωνήσει, δίχως να το σκεφτούν δεύτερη φορά. Αφού το είχε πει ο παππούς Δεκέμβριος.
Το ρολόι ανήκε σε αυτή την τελευταία κατηγορία. Είχε περάσει καιρός, είχε ξεχαστεί στη γωνιά του, κανείς δεν το ήθελε, οπότε υπέκυψε στον κανόνα του Δεκεμβρίου. Άλλωστε, δεν είχε καταφέρει να θυμηθεί τί του έφερνε στο νου αυτό το ρολόι.
Έτσι, το ρολόι έμεινε στη βροχή για μέρες, παρατημένο σε ένα πεζοδρόμιο. Τυχαία, περνούσε από εκεί, τυχαία, επειδή δεν είχε ξαναπεράσει ως τώρα, η Λ με το αυτοκίνητό της.
Ευτυχώς, η Λ είχε μια αντικερί και μόλις είδε το ρολόι να μουλιάζει στη βροχή μέσα σε αυτή τη βρωμερή φτωχογειτονιά, κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Οργή; Απορία; Ξάφνιασμα; Περιέργεια; Έκπληξη; Απληστία; Ανησυχία; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Η μόνη σκέψη που της πέρασε από το μυαλό ήταν να το σώσει.
Βγήκε όπως ήταν, με τις ακριβές της γόβες μέσα στη βροχή, για να περιμαζέψει αυτό το αριστούργημα του χρόνου. Έτσι το είχε χαρακτηρίσει ο οίκος Τάδε. Αλλά ήταν αυτό; Καχυποψία, σίγουρη ατόφια καχυποψία.
Πάντως, στάθηκε μπροστά του. Ήταν λίγο ψηλότερο από το μπόι της. Το ξύλο βρεγμένο δεν μπορούσε να μαρτυρήσει εύκολα τη φύση του. Έπρεπε να κάνει ό,τι μπορούσε, να σκεφτεί γρήγορα. Το έσυρε με δυσκολία στο αμάξι.
Είχε ρίξει το μπροστινό κάθισμα του συνοδηγού και το πίσω. Η παλιά της κοίλη διαμαρτυρήθηκε. Μα ακόμη δε μπορούσε να την ακούσει. Το ξάπλωσε και χωρίς να κλείσει το καπό μπήκε στο αμάξι και έφυγε όσο πιο γρήγορα της επέτρεπε η κατάσταση.
Το πήγε σπίτι της. Στο δρόμο είχε καλέσει τον συνεργάτη της και του είπε χωρίς να τον παρακαλέσει, χωρίς βέβαια να τον ρωτήσει αν μπορεί, να πάει αμέσως στο σπίτι της. Δεν ήθελε να το πάει στην γκαλερί, που ήταν πιο πιθανό να την έβλεπαν.
Και δεν ήξερε τι να το κάνει εκεί. Το σπίτι της διέθετε αυλή περιτοιχισμένη. Μόλις θα πάρκαρε, δεν θα έβλεπε κανείς τι μεταφέρει. Προσπάθησε να το βγάλει έξω, αλλά πλέον είχε αρχίσει να ακούει καλά την κοίλη.
Το ρολόι είχε μουσκέψει τα καθίσματα του ακριβού της αμαξιού. Τώρα δεν την απασχολούσε αυτό, αλλά πως θα σώσει το ρολόι. Μα που ήταν κι αυτός ο βοηθός; Τι ανόητος!
Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί σε κανέναν άλλον συνεργάτη τέτοιο μυστικό. Ήθελε να διαφυλάξει τον θησαυρό της. Κινδύνευε από τον οποιονδήποτε. Στα φώτα του γκαράζ μπορούσε να το επιβεβαιώσει· ήταν αυτό.
Μόνο εκείνος θα μπορούσε να τη βοηθήσει, αλλά δεν ήθελε να του μιλήσει. Ο μόνος ικανός και έμπιστος, ο μόνος που δεν μπορούσε να του μιλήσει. Εκείνος θα ήξερε τι να κάνει. Ο πατέρας της. Είχαν χρόνια να μιλήσουν. Μετά από εκείνη τη μέρα…
Τι να έκανε τώρα; Πώς θα τον ρωτούσε, χωρίς να του μιλήσει; Εκείνος θα ήξερε ακριβώς. Μα που ήταν κι αυτός ο ηλίθιος; Θα έφερνε το φορτηγάκι. Α, να τος!
Πάρκαρε στην αυλή κοντά στο γκαράζ. Το έβαλε μέσα. Γι’ αυτόν ήταν εύκολο. Νέος και δυνατός. Εκείνη στη θέση του συνοδηγού. Εκείνος οδηγούσε. Έφτασαν στο σπίτι τού πατέρα της.
Χρόνια έκανε αυτή τη δουλειά, μέχρι αυτή να πάρει την επιχείρηση. Εκείνος είχε τη στόφα του αναζητητή. Λιτός, πειθαρχημένος, συνεπής, ακέραιος σε αυτή τη δουλειά, που είχε διαποτίσει η βρωμιά και το εμπόριο.
Δεν ήταν έμπορος, ήταν θαυμαστής του παλιού. Λάτρης του χρόνου. Συλλέκτης παλιών ρολογιών από τους λίγους, που όμως είχε δωρίσει τη συλλογή του σε ένα μεγάλο μουσείο, επειδή το σπίτι του το ήθελε λιτό.
Ζούσε σε μια συνηθισμένη γειτονιά, με συνηθισμένους ανθρώπους. Από τους ελάχιστους σε μονοκατοικία, ανάμεσα σε γιγαντώδεις πολυκατοικίες. Έπινε τσάι. Εκείνη έβαλε τον βοηθό της να αποθέσει το ρολόι στην εξώπορτα, που έβλεπε στην πίσω αυλή και χτύπησε το κουδούνι.
Έπειτα, έδιωξε τον βοηθό και έμεινε κρυμμένη. Είχε χτυπήσει το κουδούνι, αλλά εκείνος θα αργούσε να φτάσει ως την εξώπορτα, σέρνοντας το κουτσό του πόδι.
Ο κύριος Φεβρουάριος ήταν εξαιρετικά ευφυής και μόλις άνοιξε την πόρτα επιφυλακτικά κι αντίκρισε το ρολόι, ξαφνιάστηκε στιγμιαία, αλλά τελικά είπε: -Λ; εσύ; Που είσαι παιδί μου;
Εκείνη ξέσπασε σε κλάματα και εμφανίστηκε μπροστά του. Κατά έναν περίεργο τρόπο δεν μίλησαν και δεν αγκαλιάστηκαν. Δεν έκλαψαν κι οι δυο. Μόνο εκείνη βουρκωμένη τον κοιτούσε και την κοιτούσε κι εκείνος. Στέκονταν για ώρα έτσι. Ώρα; Λεπτά; Στέκονταν; Πάντως, μετά αμίλητοι, σαν ένας παράξενος θίασος, έσυραν με τόσο κόπο το ρολόι μέσα στο σπίτι. Υπέφεραν κι οι δυο τόσο από τη σωματική τους αδυναμία, που φαίνονταν γελοίοι.
Τελικά, κατάφεραν να το σύρουν στο λιτό σαλόνι. Το ρολόι, μουσκεμένο και αδιάφορο, επαναλάμβανε τις ώρες πιστά. Δεν είχε χάσει τον σκοπό του. Εκείνος έμεινε έκθαμβος. Το κοιτούσε εξουθενωμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Μπορεί μια πολυθρόνα να είναι αγαπημένη; Πάντως, το κοιτούσε στ’ αλήθεια έκθαμβος. Τώρα μπορούσε να πεθάνει. Το είχε δει έστω μια φορά στη ζωή του.
Έστεκε εκεί βρεγμένο, σαν ένα ταλαιπωρημένο γράμμα στρατιώτη μετά τη μάχη που τον άφησε νεκρό και τα λόγια του εκεί μέσα στο γράμμα φυλαγμένα και ζωντανά, ειρωνικά ζωντανά, να επιβεβαιώνουν στους αγαπημένους του ότι εκείνος ήταν καλά και σε λίγες μέρες θα επέστρεφε. Τελικά, επέστρεψε το ταλαιπωρημένο γράμμα κι ο στρατιώτης όχι.
Το ρολόι-μήνυμα, ότι όλα είναι καλά, στεκόταν εκεί. Μπροστά του. Κι αυτός δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό για να το βοηθήσει τώρα έτσι όπως βρισκόταν εκεί. –Πήγαινε και φέρε τον κατάλογο με τα τηλέφωνα. Το είπε έτσι απλά. Εκείνη ήξερε ότι θα τον βρει εκεί που τον είχε πάντα. Τον βρήκε. Εκείνος αναπνέοντας δύσκολα, γύρισε με δυσκολία τις σελίδες.
Κοίταξε στο Α. Κάλεσε τον Αύγουστο, τον έμπιστο φίλο του, διευθυντή του κεντρικού μουσείου της πόλης. Ο Αύγουστος ήταν πια τυφλός. Εδώ και χρόνια. Ήξερε όμως την τέχνη σαν την παλάμη του. Για την ακρίβεια, την ήξερε με την παλάμη του, την είχε ψηλαφήσει απ’ άκρη σ’ άκρη. Κι η αφή του δεν τον γελούσε ποτέ. Του φανέρωνε πάντοτε την ζωντανή αλήθεια, εκείνη που τα μάτια δεν βλέπουν.
Του εξήγησε στο τηλέφωνο. Εκείνος κατάλαβε αμέσως. Πώς να μην καταλάβει; Αυτό το ρολόι ήταν μοναδικό. Είχε την πιο μακραίωνη ζωή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όλοι το θεωρούσαν θρύλο.
Μετά από τις απαιτούμενες προετοιμασίες το ρολόι μεταφέρθηκε στο μουσείο και συντηρήθηκε. Στάθηκε εκεί αιώνες πάλι. Μέχρι ένας μεγάλος να το αφήσει πάλι άστεγο και αβοήθητο.
Πέρασε πολλά χέρια και πολλά χρόνια ακόμη μέχρι να βρεθεί εδώ που στέκει τώρα. Πλάι στον γέροντα μοναχό, που είχε βρει τρόπο να κοιτάζει.
Άνοιξε τα μάτια. Σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε γύρω. Ο ήλιος είχε κρυφτεί. Ο χρόνος είχε σταματήσει να αλλάζει.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
[1]. Ο αναγνώστης μπορεί να βρει αναλυτικότατες παραθέσεις για τα αναφερθέντα, τόσο στο εξαιρετικό δοκίμιο του κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, καθώς και στην βιβλιογραφία/αρθρογραφία του καθηγητή αστροφυσικής Μάνου Δανέζη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου