ΝΟΛΑΓΝΕΙΑ, ΕΦΗΒΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΙ, ΓΕΡΟΝΤΟΦΟΒΙΑ
Γράφει η Ευγενία Σαρηγιαννίδη
«Είναι προτιμότερο να είναι κανείς νέος, ωραίος και πλούσιος, παρά γέρος, άσχημος και φτωχός.»
Σατυρική, περί του αυτονόητου, παροιμιώδης φράση
Η οικοδόμηση της προσωπικότητας και η ψυχική συγκρότηση ενός ατόμου πραγματοποιείται σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Στην σημερινή εποχή, οι άνθρωποι τείνουν να διαρρήξουν την σχέση τους και με τον χώρο και με τον χρόνο.
Οι κυρίαρχες ιδεολογίες του συρμού οραματίζονται τα άτομα – νομάδες στο χώρο (πραγματικό ή ψηφιακό), χωρίς ρίζες και σταθερό έδαφος, ενώ παράλληλα τους εκπαιδεύουν να πιστεύουν ότι «όλα είναι τώρα» (όπως διατείνεται μια διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας), καθώς επίσης, να φοβούνται και να εχθρεύονται τον χρόνο.
Στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε στην παράμετρο του χρόνου: Γενικότερα, η σχέση των ανθρώπων με τον χρόνο, η αντίληψη τους για το αν «προχωρά» αργά ή γρήγορα, η νοηματοδότησή του και η ένταξη τους μέσα στην χρονική ακολουθία της καθημερινής τους ζωής, είναι κομβικής σημασίας για την ψυχική υγεία και ισορροπία τους.
Είναι προφανές λοιπόν πως η ιδεολογική απαξίωση και η δαιμονοποίηση του γήρατος είναι συνδεδεμένη ψυχοπολιτισμικά με την κάθετη αύξηση των φοβιών (σε εμμονικό και ψυχαναγκαστικό βαθμό), γύρω από την υγεία και το θάνατο, καθώς επίσης το άγχος με το οποίο συνοδεύεται η ιδέα της επέλασης του χρόνου και του επερχόμενου γήρατος.
Τα άτομα, στα πλαίσια μιας ναρκισσιστικής φαντασίωσης αθανασίας και παντοδυναμίας, αρνούνται ψυχολογικά να συμφιλιωθούν με την ιδέα πως πολλά πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο και την επιρροή τους.
Την εποχή που η αγορά υπόσχεται στους καταναλωτές της ελευθερία επιλογών, απουσία περιορισμών, πρόσβαση στην υλοποίηση των επιθυμιών και αυτοπραγμάτωση των φαντασιώσεων και των εξιδανικευμένων εκδοχών του εαυτού, μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολη (και αντίθετη στο περιρρέον κλίμα του «κανακέματος των ναρκισσισμών»), η βίαιη, απότομη ή σκληρή «διακοπή του πάρτυ της ψευδούς και φαντασιακής ευημερίας», με αφορμή έναν θάνατο, μια ασθένεια ή ακόμα την πρώτη ρυτίδα έκφρασης στο πρόσωπο ενός νέου ανθρώπου.
Βεβαίως, αυτό το «πάρτυ» ιστορικά ξεκινά με την εξιδανίκευση της νεότητας στα πλαίσια της συστηματικής καλλιέργειας μιας κουλτούρας «νεολαγνείας», η οποία αναφύεται μέσα από την rock κουλτούρα, τις εξεγέρσεις τύπου Μάη του ’68, την ανάδειξη του ριζοσπαστισμού των φοιτητικών κινημάτων κλπ., αλλά και την συνεπακόλουθη εμπορευματοποίησή τους από τον πάντα εύπλαστο και καινοτόμο καπιταλισμό.
Περάσαμε έτσι σταδιακά από το «για πάντα νέος» σε μια «ηλικιακή παλινδρόμηση» που εισήγαγε το «μένουμε πάντα παιδιά». Παρατηρείται έτσι μια τάση παλιμπαιδισμού που εμφανίζεται συμπεριφορικά με κάπως «ναζιάρικους» τρόπους ομιλίας, ανάλογες εκφράσεις προσώπου, κινήσεις, χειρονομίες επιλογές συμπεριφορών και τρόπων εμφάνισης.
Τα άτομα πασχίζουν να αποδείξουν πως είναι νέα, γιατί αισθάνονται πως η πρόοδος της ηλικίας θα επιφέρει την κοινωνική απόρριψη, την αποξένωση, την απομόνωση, τελικά την ίδια τους την απαξίωση.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε σχετικό άρθρο της η κ. Στυλιανού(1): «Παρατηρώ τα τελευταία χρόνια την έξαρση της τάσης του face app, μιας εφαρμογής που μας μεταμορφώνει σε ηλικιωμένους, που οι περισσότεροι από εμάς το βρίσκουμε αστείο. Δεν αντιλέγω ότι είναι εν μέρει διασκεδαστικό, αλλά παράλληλα προάγει μια γεροντοφοβία, διακωμωδώντας τη διαδικασία της γήρανσης.
Όντας μη χρήσιμοι για την παραγωγή κεφαλαίου, οι ηλικιωμένοι οφείλουν να καταστραφούν, υπό την σκιά την ιδεολογικής ηγεμονίας του “forever young”. {…} Η λέξη «γέρος» που ετυμολογικά σημαίνει «ιερός», δεν λέγεται πλέον με σεβασμό, αλλά αντιθέτως απαξιωτικά.»
Ο άλλος άξονας πάνω στον οποίο προάγεται και συντηρείται μια νεολαγνεία παράλληλα με την καλλιέργεια μιας γεροντοφοβίας είναι η ιατρικοποίηση της ζωής. Τα γηρατειά τείνουν να θεωρούνται ασθένεια από την οποία θα πρέπει να μας απαλλάξει η ιατρική επιστήμη μέσω πλαστικών επεμβάσεων, μέσω «ελιξηρίων νεότητας» κλπ.
Και προφανώς στον παρόν άρθρο δεν στηλιτεύουμε την φροντίδα της εξωτερικής εμφάνισης ή την περιποίηση του εαυτού. Πότε όμως η φροντίδα αυτή γίνεται υπερβολική, αγγίζοντας τα όρια της ψυχοπαθολογίας; Πότε γίνεται φοβική, εμμονική, αγχωτική;
Τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ της εύλογης φροντίδας της εξωτερικής εμφάνισης και της επιθυμίας να αναστραφεί η πορεία του χρόνου, να καταργηθούν τα γηρατειά και ο θάνατος, θυμίζει ένα πολύ γνωστό ανέκδοτο: «Ένας άσχημος άνδρας μετά την πίεση της γυναίκας του καταφεύγει στην πλαστική χειρουργική και αποκτά την όψη όμορφου ηλικιωμένου λιονταριού.
Αλλά καθώς φεύγει από το νοσοκομείο με το νέο του χαριτωμένο πρόσωπο, τον χτυπά ένα ταξί και τον σκοτώνει. Στον παράδεισο, αντικρίζει τον Θεό και του λέει με παράπονο: «Μπορούσες να είχες κάνει εκείνο το ταξί να σταματήσει.
Στο κάτω κάτω υπήρξα ευσεβής άνθρωπος σε όλη μου τη ζωή. Γιατί δεν με άφησες να απολαύσω το καινούργιο μου πρόσωπο τουλάχιστον για μια ημέρα;» Και ο Θεός απαντά: «Ειλικρινά δεν σε αναγνώρισα!»…
Μια επιπλέον παράμετρος είναι η απαξίωση της γνώσης, της εμπειρικής σοφίας και των φορέων αυτής. Το κυρίαρχο lifestyle τοποθετώντας τους ανθρώπους στην ανταγωνιστική αρένα της διάκρισης στη βάση των εξωτερικών τυπικών προσόντων τους, προτάσσει τη δικτατορία της εικόνας έναντι της γνώσης, της επιφάνειας, του «ωραίου περιτυλίγματος», έναντι του βάθους της σκέψης και του περιεχομένου.
Φτάνουμε έτσι στην ίδια την υποβάθμιση της έννοιας της γνώσης, έναντι εκείνης της πληροφόρησης. Στην εποχή του γκουγκλαρίσματος, τι να σου πουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες; Ο «γέρος» άνθρωπος δεν προκαλεί σεβασμό με τις γνώσεις και τη σοφία του, δεν αντιμετωπίζεται ως ενσαρκωμένη εκδοχή ιστορίας, ως φορέας πολιτισμού και απόσταγμα εμπειρίας.
Πιο απλά, αν οι ηλικιωμένοι είναι κινούμενη ιστορία και αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά τους προσόντα, θα πρέπει να τους πληροφορήσουμε πως η ιστορία και τα βιώματα τους δεν είναι πια καθόλου της μόδας.
«Στις παρούσες συνθήκες η παλαιά αίγλη των πνευματικών ανθρώπων, των πολιτικών προσωπικοτήτων και λοιπών εμβληματικών φυσιογνωμιών, που εκπροσωπούσαν τα ιδεώδη και τις ιδεολογίες του παρελθόντος είναι φυσικό να θαμπώνει – και το παράδειγμά τους να μην παραδειγματίζει σχεδόν καθόλου.
Γιατί, λόγου χάρη, ένα όμορφο σημερινό κορίτσι που «τυχαία γεννήθηκε στην Ελλάδα» (και όχι σε μια άλλη ευρωπαϊκή κοινωνία ή, ακόμα καλύτερα, στις ΗΠΑ) να θέλει να μοιάσει στις εξόριστες και στις χρόνιες κατατρεγμένες αγωνίστριες των λαϊκών κινημάτων του πρόσφατου ελληνικού ιστορικού παρελθόντος και όχι σε ένα πετυχημένο top model ή σε μια φιγουράτη κοσμική πορνοστάρ;»(2)
Εφόσον η καταξίωση των ατόμων εκπορεύεται από την πρόσβασή τους στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, από την εικόνα τους στα social media και γενικότερα, από την εμπορευματοποιημένη εκδοχή του εαυτού, είναι ψυχολογικά αναμενόμενο τα άτομα να επενδύουν στα χαρακτηριστικά εκείνα τα οποία τους επιτρέπουν να «πουλούν τον εαυτό τους σε μια καλή τιμή ή για ένα καλό αντίτιμο».
Φαντάζεστε πολλούς που θα «αγόραζαν ρυτίδες» ή θα διατηρούσαν ένα παλιό ταλαιπωρημένο αυτοκίνητο για συναισθηματικούς λόγους, αν τους δινόταν η δυνατότητα να το ανταλλάξουν με μια Lamborghini;
Εφόσον λοιπόν τα άτομα μετατρέπονται σε εμπορεύματα για να θρέψουν τον ναρκισσισμό τους και διακρίνονται αποκλειστικά και μόνο στη βάση της εμπορευματικής τους αξίας, των καταναλωτικών τους δυνατοτήτων και όχι της προσφοράς τους στο κοινωνικό σύνολο, η γεροντική σοφία θα είναι πάντα πολύ υποδεέστερη μιας αψεγάδιαστης εξωτερικής εικόνας.
Παράλληλα, η αστικοποίηση δεν «κατοικιδιοποίησε» μόνον τα παιδιά, αλλά κυρίως και βασικότερα τους γηραιότερους ανθρώπους, αφού τους αποσυνέδεσε από τις παραδοσιακές παραγωγικές τους δραστηριότητες.
Τους έκλεισε σε σπίτια, τους «βίδωσε» σε καναπέδες, τους άφησε να «σαπίζουν» μπροστά σε τηλεοράσεις. Τους εξόρισε σε γηροκομεία. Τους απέσπασε από την εκτεταμένη οικογένεια και τον παραδοσιακό τους ρόλο να μεταλαμπαδεύουν γνώσεις, να εγχαράσσουν αξίες, τρόπους σκέψης και να εγκαθιδρύουν το ηθικό και εθιμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γαλουχούνται και διαπαιδαγωγούνται τα παιδιά, στα πλαίσια της συνέχειας και της διαδοχής των γενεών.
Μέχρι την μαζική αστικοποίηση ο γέρος και η γριά δεν ήταν ανθρώπινο πλεόνασμα. Ήταν αναπόσπαστο τμήμα της διευρυμένης οικογένειας και εξαιρετικά χρήσιμοι. Αρκεί να αναρωτηθούμε: ποιος λέει τα παραμύθια στα παιδιά σήμερα, που δεν υπάρχει «εστία» μπροστά στην οποία η γιαγιά να μαζεύει τα εγγόνια για να αφηγηθεί τις ιστορίες της;
Άλλωστε, η μεταμοντέρνα ιδεολογία προτάσσει την ιδέα της «παρθενογένεσης» των πάντων: Όλα μοιάζουν να ξεκινούν από το εκάστοτε άτομο και να τελειώνουν σε αυτό, ανάλογα με τις επιθυμίες του και τις συγκυριακές επιλογές του.
Η παράδοση με τη διπλή σημασία της λέξης, δηλαδή ως συνέχεια εθιμικών και ηθικών πλαισίων σκέψης και δράσης, αλλά και ως διαδικασία μεταβίβασης γνώσης από την μια γενιά στην αμέσως επόμενη, όπως άλλωστε και η ίδια η ιστορία, μοιάζουν να περιθωριοποιούνται. Και προφανώς χωρίς παρελθόν, δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον.
Η φαντασίωση περί του «τέλους της ιστορίας» φέρνει το «πάγωμα του χρόνου», όπου το παρόν ακρωτηριάζεται σε μια κατάσταση διαδοχής στιγμών χωρίς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ τους. Η αλληγορία του Ηράκλειτου αναφορικά με τον ποταμό και το νερό του που «πάντα ρει», παραγκωνίστηκε. Ωστόσο, εάν τα νερά του χρόνου δεν ρέουν, βρισκόμαστε ενώπιον ενός τέλματος. Ενός τέλματος του αέναου παρόντος.
Θα πρέπει συμπληρωματικά να σημειώσουμε και να διευκρινίσουμε πως η όλη συζήτηση δεν αφορά καθόλου τη διανοητική ενάργεια, την απολλώνια εφηβεία και την νιτσεϊκή παράσταση του Έλληνα ως ενός εφήβου που «ήταν επιφανειακός λόγω βάθους».
Το αντίθετο μάλιστα, όσο περισσότερο οι άνθρωποι τρέχουν να ξεφύγουν από την επέλαση του χρόνου, τόσο «σαπίζουν» συνειδησιακά, γερνούν συναισθηματικά και διανοητικά, μαραίνονται ψυχολογικά και χάνουν τη ζωή τους, προσπαθώντας να αποφύγουν το θάνατο, όπως χάνουν την ομορφιά τους, προσπαθώντας να προλάβουν το γήρας.
Τελικά, φαίνεται να προάγεται ένας διχασμός του ατόμου ο οποίος λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα: όσο περισσότερο το δυτικό μετανεωτερικό άτομο κυνηγά μετά μανίας τη συντήρηση μιας εικόνας διαρκούς και αψεγάδιαστης νεότητας, τόσο από ψυχολογικής άποψης θα νιώθει και θα σκέφτεται σαν γέρος.
Ειδικότερα, «ο δυτικός πληθυσμός και κυρίως το νεότερο ηλικιακά τμήμα αυτού του πληθυσμού, μοιάζει να υπεισέρχεται σε μια «ψυχολογία γήρατος». Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε ποιοι συνήθως μιλούν περισσότερο για ασθένειες, τρέχουν συνέχεια στο γιατρό, φοβούνται μην πεθάνουν, προσέχουν τα μικρόβια, περιορίζουν τις μετακινήσεις τους, μένουν σπίτι κλπ.;
Οι υπερήλικες και οι πολύ άρρωστοι – και με το δίκιο τους θα έλεγε κανείς. Κύριο γνώρισμά τους; Ο φόβος! Φοβούνται τα πάντα, κινδυνεύουν από τα πάντα. Ποια είναι η προοπτική ζωής των γέρων και των πολύ αρρώστων; Θα λέγαμε θάνατος «μυρίζει» γύρω τους. {…}
Θα σημειώναμε πως η βιολογική ηλικία πολλών ανθρώπων σήμερα – και ιδιαζόντως των ηλικιακά νεότερων – δεν συνάδει με την ψυχοδιανοητική τους ηλικία.»(3) Παρατηρούμε επί παραδείγματι, όλο και πιο συχνά, την αντίδραση των ανθρώπων στα γενέθλια τους, ήδη όταν μπαίνουν στη δεκαετία των τριάντα. Θεωρούν ότι «πια μεγάλωσαν» και βιώνουν αγχωτικά αυτό ακριβώς το «βάρος» της ηλικίας, φαντασιώνοντας μάλιστα το επερχόμενο γήρας. (!)
Από ψυχοκοινωνικής άποψης η ψυχαναγκαστική και εμμονική προσπάθεια των ατόμων να σταματήσουν την επέλαση του χρόνου και τις συνέπειες αυτής της επέλασης επάνω τους, τα οδηγεί να μένουν πολλές φορές αγκυλωμένα σε διανοητικές και συναισθηματικές καταστάσεις που συναντάμε στον παιδικό τρόπο σκέψης.
Πιο αναλυτικά, «η απόσυρση στον κόσμο του φανταστικού, η καλλιέργεια της εγωκεντρικής σκέψης (χαρακτηριστικής στα παιδιά), η παντοδυναμία της σκέψης, η ελλιπής κοινωνικοποίηση, η εξάρτηση από την φροντίδα και τις παροχές των άλλων ακόμα και σε στοιχειώδη ζητήματα καθημερινής επιβίωσης, η αδυναμία να πάρουν τα νέα άτομα τη «ζωή τους στα χέρια τους» και να αισθανθούν υπεύθυνοι για τις πράξεις τους (καθώς και να είναι), συμβάλλουν στην εμφάνιση διαφόρων, άλλοτε ελαφρύτερων, άλλοτε αρκετά σοβαρών, ψυχοπαθολογικών καταστάσεων»(4) και αποτελούν ενδείξεις μιας εξελικτικής καθυστέρησης και μιας απουσίας ψυχικής ωρίμανσης.
Διότι, το να «σταματήσω να μεγαλώνω» σημαίνει να σταματήσω να εξελίσσομαι και να αναπτύσσομαι. Σημαίνει να αρνούμαι στον εαυτό μου την προοπτική του μέλλοντος, εξαιτίας του φόβου της φθοράς με την οποία συνοδεύεται. Διότι εχθρός είναι ο χρόνος που βαλτώνει, που κενώνει. Εχθρός είναι ο χρόνος στον χώρο του οποίου δεν ρίζωσε τίποτα και απλά ξοδεύτηκε, κατανάλωσε και καταναλώθηκε. Έχασε το «νεύρο» του και «γέρασε τα πάντα» στο διάβα του.
Αντίθετα, ο χρόνος ο μεστός νοήματος, εκείνος που πλουτίζει τις ζωές των ανθρώπων με εμπειρίες, με γνώσεις, με συναισθήματα, με αναμνήσεις είναι εκείνος ο χρόνος που εξασφαλίζει για τον κάθε άνθρωπο ένα γεμάτο θησαυροφυλάκιο, έστω συνοδευόμενο από κάποια μορφή υπαρξιακού δράματος, όπως την περιέγραφε ο Καβάφης στο ποίημα «Κεριά»: «Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας/ σαν μια σειρά κεράκια αναμμένα {…} / η περασμένες μέρες πίσω μένουν/ μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων {…}/ δεν θέλω να τα βλέπω·/ με λυπεί η μορφή των {…}/ εμπρός κοιτάζω τα αναμμένα μου κεριά/ δεν θέλω να γυρίσω, να μην διω και φρίξω {…}/ τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν».
Κοντολογίς, η πραγματική νεότητα εκπορεύεται από μέσα προς τα έξω – και μόνον έτσι διατηρείται. Το κυνήγι της νεότητας της εξωτερικής εμφάνισης θα γίνεται μάστιγα όσο περισσότερο θα γερνάνε οι ψυχές των ανθρώπων και θα αναζητούν αντιστάθμισμα στην εικόνα του προσώπου και του σώματος τους, για να νικήσουν τα γηρατειά και το θάνατο, που θα βρίσκονται ήδη μέσα τους από πολύ νωρίς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου