Η ΡΕΤΣΙΝΙΑ ΤΟΥ ΑΚΡΟΔΕΞΙΟΥ ΚΑΙ Η ΚΟΝΚΑΡΔΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΗ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΙΚΟ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟ
Στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (2/7/2023, σελ. 18) ο κ. Νίκος Αλιβιζάτος, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών και δάσκαλος του γράφοντος κατά την τετραετία 1987-1991, δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Τι κάνουμε με την άκρα δεξιά; Ο νομικός αποκλεισμός και το πολιτικό δίλημμα».
Ήδη από την πρώτη παράγραφο του κειμένου του, ο κ. Αλιβιζάτος αναφέρει ότι:
«η είσοδος για πρώτη φορά στη Βουλή τριών ακροδεξιών κομμάτων ορθά θεωρήθηκε ότι αντανακλά στη χώρα μας την άνοδο της άκρας Δεξιάς στην Ευρώπη».
Εν συνεχεία, επιδιώκοντας να εμφανίσει ως συνταγματικώς άψογη την νομοθετική πρακτική που ακολούθησε η κυβέρνηση της Νέας Δικτατορίας, προκειμένου να αποκλείσει το κόμμα του κ. Ηλία Κασιδιάρη από την συμμετοχή τους στις εκλογές της 21ης Μαΐου, σημειώνει ότι:
«Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων –συνεπώς και του δικαιώματος του εκλέγεσθαι– όσων καταδικάζονται σε βαριές ποινές για σοβαρά κακουργήματα είναι κοινός τόπος από χρόνια στην Ευρώπη. Διότι μια τέτοια καταδίκη, ακόμη και πρωτόδικη, θεωρείται ότι ενέχει ατιμωτικό χαρακτήρα, που δικαιολογεί την προσωρινή αφαίρεση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.
Σε μας –και ανεξάρτητα από την κατάργηση της στέρησης ως παρεπόμενης ποινής από τον Ποινικό Κώδικα του 2019– το ζήτημα προέκυψε το 1975, όταν ψηφιζόταν το ισχύον Σύνταγμα: με πρωτοβουλία της τότε κεντρώας αντιπολίτευσης, στη διάταξη του Συντάγματος του 1952 –η οποία επαναλάμβανε μια πολύ παλαιότερη– ότι οι βουλευτές εκλέγονται “κατά νόμον, υπό των εχόντων το δικαίωμα προς τούτο πολιτών”, προστέθηκε, προς μείζονα εγγύηση, η φράση:
“Ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα”».
«Εκείνο που οι “πατέρες” του Συντάγματός μας δεν μπορούσαν βέβαια να φανταστούν», συνεχίζει ο κ. Αλιβιζάτος, «είναι ότι, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, μια συνήθης ποινική υπόθεση, για να συζητηθεί στον Άρειο Πάγο και να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, θα χρειάζονταν τουλάχιστον 7-8 χρόνια.
Πολύ περισσότερο μια υπόθεση πολιτικά φορτισμένη, όπως αυτή της Χρυσής Αυγής, με πάνω από 60 κατηγορουμένους, που μόνον η πρωτόδικη εκδίκασή της κράτησε πάνω από 5 χρόνια».
Ακολούθως, ο κ. Αλιβιζάτος, διευκρινίζει ότι το φλέγον ζήτημα για την δημοκρατία μας «δεν ήταν αν θα έπρεπε να απαγορευτεί η Χρυσή Αυγή και οι όποιες παραφυάδες της ως κόμμα –απαγόρευση που, σημειωτέον, σύμφωνα με την κρατούσα ερμηνεία, το Σύνταγμα δεν επιτρέπει–, αλλά αν θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε να μην μπορούν να εκλεγούν βουλευτές, τουλάχιστον όσο εκτίουν την ποινή τους, πρόσωπα καταδικασμένα, έστω και πρωτοδίκως, ως μαχαιροβγάλτες της πολιτικής.
Γιατί, προφανώς, αυτό θα αποτελούσε τον μέγιστο εξευτελισμό για τη δημοκρατία μας».
H παραπάνω τοποθέτηση του κ. Αλιβιζάτου είναι πολλαπλώς προβληματική, διότι ο αρθρογράφος αποφεύγει να θίξει, ή θίγει μεν αλλά ελλιπώς, κάποιες κρίσιμες παραμέτρους, η φωταγώγηση των οποίων θα ανεδείκνυε την παθολογία των απαράδεκτων τροπολογιών που ψηφίστηκαν από το αυταρχικό κόμμα της κυβέρνησης σε συνεργασία με το πασοκικό δεκανίκι της.
Ειδικότερα, ενώ ο κ. Αλιβιζάτος ξεδίπλωσε την ιστορική διάσταση του άρ. 51 παρ. 3 του Συντάγματος, στο οποίο προβλέπεται ότι ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα (και άρα το δικαίωμα του εκλέγεσθαι) παρά μόνο ως συνέπεια αμετάκλητης και όχι απλώς πρωτόδικης/τελεσίδικης καταδίκης, επιχειρεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, υπονοώντας ότι, επειδή οι «πατέρες» του ελληνικού Συντάγματος δεν είχαν μεγάλη φαντασία, ώστε να σκεφθούν τι προβλήματα θα γεννούσε στο μακρινό μέλλον μια βραδυκίνητη ποινική δικαιοσύνη, ήταν τάχα θεμιτή η κάλυψη αυτού του φαντασιακού κενού με νομοθέτηση ενάντια στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος!
Η κάλυψη αυτού του κενού είναι ανεπίτρεπτη και για τον ακόλουθο λόγο: το ευαίσθητο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι είναι στενά συνυφασμένο με την δημοκρατική αρχή και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που δεν επιτρέπεται να κρίνεται από τον κοινό, αλλά μόνο από τον συνταγματικό νομοθέτη.
Άρα, εν προκειμένω απαιτείτο αναθεώρηση του Συντάγματος, στην τελευταία δε αναθεώρηση, καίτοι υπήρχε σχετική δυνατότητα, το άρθρο 29 δεν συμπεριελήφθη στις αναθεωρητέες διατάξεις.
Επίσης, ενώ ο κ. Αλιβιζάτος αναφέρεται στην «κατάργηση της στέρησης ως παρεπόμενης ποινής από τον Ποινικό Κώδικα του 2019», τούτο το πράττει παρενθετικώς, χωρίς να αντλεί από αυτήν την κατάργηση την αντανακλαστική της συνέπεια για το εγχείρημα του αποκλεισμού ενός κόμματος από την συμμετοχή του στις εκλογές.
Εξάλλου, μολονότι ο κ. Αλιβιζάτος συντάχθηκε με την κρατούσα άποψη, σύμφωνα με την οποία απαγόρευση κόμματος δεν επιτρέπεται επί τη βάσει του ισχύοντος Συντάγματος, προσπάθησε να παρουσιάσει τις απαράδεκτες τροπολογίες ως έχουσες στόχο όχι μια τέτοια απαγόρευση, αλλά την στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι από πρόσωπα που έστω και πρωτοδίκως είναι «καταδικασμένα ως μαχαιροβγάλτες της πολιτικής» (sic).
Στις αμέσως επόμενες, όμως, αράδες, ο κ. Αλιβιζάτος, ο οποίος με την προηγούμενη φράση του παρέκαμψε παντελώς το τεκμήριο αθωότητας –την πάλαι ποτέ κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού– που αναπτύσσει ισχύ και έναντι προσώπων η δράση των οποίων πρόκειται να επανακριθεί από δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιδοκίμασε την στάση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, γράφοντας ότι αυτό απέκλεισε «τους συνδυασμούς πρώτα των “Ελλήνων” και, στη συνέχεια, του Συνασπισμού Ανεξαρτήτων που συγκρότησε ο Ηλίας Κασιδιάρης».
Άραγε, αυτός ακριβώς ο αποκλεισμός είναι αποκλεισμός προσώπων ή κομμάτων; Το ερώτημα, φυσικά, είναι ρητορικό και ο υπαινιγμός περί νομικών ταχυδακτυλουργιών προφανής.
Σε ό,τι αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, ο κ. Αλιβιζάτος κάνει λόγο για δύο βασικές γραμμές: την «σκληρή γραμμή» της «υγιεινής ζώνης», σύμφωνα με την οποία «τα ακροδεξιά κόμματα θα πρέπει να απομονώνονται», και την «ήπια γραμμή», σύμφωνα με την οποία οι θέσεις της άκρας Δεξιάς θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης, ούτως ώστε να «μπαναλοποιούνται».
Ο αρθρογράφος θεωρεί ότι η επικράτηση της δεύτερης γραμμής θα οδηγήσει πιθανότατα σε «ανατροπή των θεμελιωδών αρχών της φιλελεύθερης συνταγματικής δημοκρατίας», όπως διαμορφώθηκε στη Δυτική Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ερχόμενος στα καθ’ ημάς, ο κ. Αλιβιζάτος αποφαίνεται ότι «η Ακροδεξιά είναι διασπασμένη και η διείσδυσή της στα υπόλοιπα κόμματα παραμένει προς το παρόν περιορισμένη», αλλά «αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να την ανεχθούμε».
Σχετικά με την «ήπια εκδοχή» της, το «μόνο αποτελεσματικό αντίδοτο», κατ’ αυτόν, «είναι οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις για ένα αποτελεσματικότερο και πιο συμπεριληπτικό κράτος και για μια καλύτερη ζωή».
Η ορολογία που χρησιμοποιεί ο αρθρογράφος προδίδει την κονκάρδα του:
Alain Badiou
Όποιος τάσσεται υπέρ της μηδενικής ανοχής απέναντι σε οτιδήποτε δεν μπορεί να στεγασθεί υπό την «θαλπωρή του δημοκρατικού εμβλήματος» (Alain Badiou, Το δημοκρατικό έμβλημα, εις: Πού πηγαίνει η δημοκρατία, εκδ. Πατάκη, 2013, σελ. 22) και, επιπροσθέτως, μιλά με όρους συμπερίληψης, ανήκει μάλλον σε μια «συντηρητική ολιγαρχία», η οποία υπηρετεί φανατικά την ιδεολογία της Νέας Τάξης Πραγμάτων που αποβλέπει στην εξαφάνιση της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ταυτότητας των λαών, ομογενοποιώντας-ευνουχίζοντας την ανθρωπότητα κάτω από την ομπρέλα μιας παγκόσμιας κυβέρνησης τεχνοκρατών.
Είναι αξιομνημόνευτο ότι ο κ. Αλιβιζάτος κατέταξε τρία κόμματα στο πεδίο της «Ακροδεξιάς», χωρίς να εξηγήσει στον αναγνώστη από πού προκύπτει ότι ακολουθούν «ακροδεξιά γραμμή» (ή μήπως πρέπει να ορίζουμε ως «ακροδεξιό» καθετί αντισυστημικό που απορρίπτει την περίφημη νεοταξίτικη/woke ατζέντα;), τούτο δε ισχύει πρωτίστως για το κόμμα «ΝΙΚΗ».
Ταυτοχρόνως, παρέλειψε να διευκρινίσει στον αναγνώστη ότι η «φιλελεύθερη συνταγματική δημοκρατία» πόρρω απέχει από το κατάντημα της μοντέρνας δημοκρατίας, η οποία λατρεύεται «σαν μια νέα παγκόσμια θρησκεία» και έχει ως «δίδυμο ετεροζυγώτη» τον καπιταλισμό.
Πρόκειται για μια κατ’ όνομα δημοκρατία, που δεν είναι ο αντίθετος πόλος της αριστοκρατίας, την ολιγαρχίας ή της τυραννίας, αλλά χρησιμοποιεί την φανταχτερή της ετικέτα ως μάσκα κάτω από την οποία κρύβεται ό,τι θα έπρεπε να θεωρείται το ακριβώς αντίθετό της.
Όπως παρατηρεί η Wendy Brown (Είμαστε όλοι δημοκράτες, εις: Πού πηγαίνει η δημοκρατία, ό.π., σελ. 83 επ.), η μοντέρνα δημοκρατία «δεν ήταν ποτέ πιο ασαφής εννοιολογικά και πιο κούφια υποστασιακά», διαβρωμένη από την παγκοσμιοποίηση, από ομίλους που εξαγοράζουν πολιτικούς, από ΜΜΕ που βιάζουν την ιδέα της πληροφόρησης, από πολιτικές οργουελικής επιτήρησης, αλλά και από μια «αναίσχυντη κρατική εξουσία προσηλωμένη στο σχέδιο συσσώρευσης κεφαλαίου», ενώ ο δήμος «μη έχοντας τα μέσα να πει όχι στις ανάγκες του κεφαλαίου, παρίσταται παθητικά στην εγκατάλειψη των δικών του αναγκών».
Wendy Brown
Επιπλέον, οι εκλογές της μοντέρνας δημοκρατίας «έχουν καταστεί ένα τσίρκο φτιαγμένο από μάρκετινγκ και μάνατζμεντ, από το θέαμα της συλλογής χρημάτων μέχρι τη στοχευμένη κινητοποίηση των ψηφοφόρων».
Τέλος, η μοντέρνα δημοκρατία βάλλεται από τον νεοφιλελευθερισμό που έχει εκτρέψει τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας προς τα κριτήρια της αγοράς, την αναλογία κόστους-οφέλους και την αποδοτικότητα, με αποτέλεσμα κάθε ανθρώπινο ον να κρίνεται σαν να πρόκειται για κάποιο επιχειρησιακό μοντέλο.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, όποιος εμφανίζεται με την κονκάρδα του φιλελεύθερου δημοκράτη και ρίχνει ελαφρά τη καρδία στους «άλλους» την ρετσινιά του αποδιοπομπαίου ακροδεξιού, έχοντας στο μυαλό του μια δημοκρατία που μοιάζει προ πολλού με κενοτάφιο, θα πρέπει να κινήσει τις υποψίες μας σχετικά με το ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις του.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 16/7/2023, σελ. 07β/23
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου