ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Του Γιώργου Κ. Στράτου
«Στη φτωχή μας χώρα, ανάμεσα στους άβουλους, αδύναμους κι αμόρφωτους ανθρώπους, για να μπορέσεις να ζήσεις όπως δικαιούσαι χωρίς να συντρίβεσαι, πρέπει να έχεις ένα επάγγελμα, να είσαι πλούσιος, ώστε να μπορείς να κρατάς το κεφάλι σου ψηλά».
Αυτά λέει στον Ορχάν Παμούκ η μητέρα του στην τελευταία σελίδα της αυτοβιογραφικής «Ιστανμπούλ» (εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ) του σπουδαίου Τούρκου νομπελίστα συγγραφέα.
Της έφτασαν τέσσερις αράδες της κυρίας Σεκιουρέ για να τα πει όλα στον εικοσάχρονο, ταλαντούχο και φιλόδοξο γιο της, όταν ετοιμαζόταν να παρατήσει τις σπουδές του στην Αρχιτεκτονική για να κατακτήσει τη δόξα ως ζωγράφος.
Ότι το κατάφερε ως συγγραφέας δεν ακυρώνει ούτε την ευστοχία και τη διορατικότητα της μητέρας του, όσο κι αν αυτή οφείλεται στην αγωνία της για το μέλλον του παιδιού της, ούτε την ανατολίτικη σοφία που εμπεριέχει η πικρή διαπίστωσή της.
Δεν ξέρω πόσα -και αν- έχουν αλλάξει προς το καλύτερο στη γείτονα από τότε, αρχές της δεκαετίας του ’70, ξέρω όμως ότι τα λόγια αυτά περιγράφουν με απόλυτη ακρίβεια τη δική μας εμπειρία από τις δεκαετίες ’50, ’60 και ’70.
Κάπως έτσι ξεκίνησαν δεκάδες νέοι, προερχόμενοι κατεξοχήν από αγροτικές και οικογένειες μεροκαματιάρηδων, για να αναζητήσουν ως επιστήμονες μία καλύτερη ζωή στην πρωτεύουσα. Το ίδιο έκαναν κι όσοι προσπάθησαν με χίλιους δυο κόπους και αγωνίες, αβοήθητοι και ακαθοδήγητοι, να στήσουν ένα δικό τους μαγαζί.
Και οι δύο κατηγορίες δεν άντεχαν άλλο. Δεν άντεχαν όχι μόνο τη φτώχεια, αλλά κι άλλες καταστάσεις εξίσου σκληρές: τη «σημαδεμένη τράπουλα» παντού, τις ατελείωτες αναμονές στα πολιτικά γραφεία, την κοροϊδία και την απαξίωση όσων πάντα έβρισκαν τον τρόπο να ‘ναι «της καταστάσεως», στον αφρό άκοπα, τους ηλίθιους γόνους που έβρισκαν μπροστά τους τις αφάγωτες περιουσίες και προίκες, που συνήθως έπαιρναν επαγγελματίες «γαμπροί».
Η δική τους προσπάθεια να γλιτώσουν τον εξευτελισμό και να ζήσουν κάνοντας κάτι δημιουργικό «γέννησε» το επιστημονικό προλεταριάτο, που ξενιτεύεται σήμερα, και τους υπεράριθμους αυτοαπασχολουμένους στη χώρα, τους οποίους ο διεθνής καταμερισμός εργασίας που επιβάλλει ο καπιταλισμός-καζίνο θέλει να πετάξει στο περιθώριο.
Αυτοί έχτισαν ένα «κεραμίδι» πάνω από το κεφάλι τους, αυτό που χαρατσώνει ο ΕΝΦΙΑ μέχρι να ανατρέψει την «ανεπίτρεπτη» αναλογία ακινήτων ανά πολίτη για τις «ευημερούσες» κοινωνίες.
Αυτοί κυκλοφορούσαν και το «μαύρο χρήμα» και φοροδιέφευγαν, ναι! Μπας και σώσουν κάτι από τα νύχια των κρατικοδίαιτων, επιχειρηματιών και υπαλλήλων που κερδοσκοπούσαν με τον ιδρώτα τους. Ποιο κράτος; Δικό τους ήταν το κράτος;
Νοιάστηκε ποτέ ουσιαστικά γι’ αυτούς, με ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις; Κι αν αυτό το θεωρείτε υπερβολικό, πείτε μου τι απέμεινε από αυτό το «κράτος»; Ή μπας και το χρεοκόπησαν οι ασυνεπείς υπήκοοι;
Να λέμε και καμία αλήθεια πότε πότε, έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε εντελώς. Θάβονται εύκολα οι αλήθειες εδώ. Κάτω από τις οργισμένες σιωπές όσων, επειδή δεν αντέχουν άλλο να υποφέρουν, δικαίως λουφάζουν, ζητώντας μόνο τον επιούσιο.
Από την ολιγωρία επίορκων λειτουργών οι οποίοι, αντί να κάνουν τη δουλειά τους, κοιτάνε πώς θα εξασφαλιστούν οι ίδιοι μέσω της θέσεως που κατέχουν. Από κυβερνήτες που ποτέ δεν μπήκαν στη θέση αυτών για τους οποίους αποφασίζουν.
Μόνο μια δική σου δουλειά δεν είναι που σε γλιτώνει από τον εν εξελίξει εξευτελισμό; Μήπως αυτό το «αμάρτημα» θα πληρώνουμε, μέχρι να καταντήσουμε απολύτως εξαρτώμενοι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου