Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

ΑΦΙΕΡΩΜΈΝΟ ΣΕ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΠΡΑΚΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΤΟ ΠΟΥ ΤΟΛΜΟΎΝ ΝΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΝ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΧΈΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΡΩΣΊΑΣ...

ΠΩΣ ΤΟ «ΑΘΑΝΑΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ 21» ΜΕΘΥΣΕ ΤΟΥΣ ΡΩΣΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ




Γράφει η Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου

Η Σόνια Ιλίνσκαγια- Αλεξανδροπούλου περιγράφει πώς ο πόθος της ελευθερίας που ενσαρκώνεται στη θεματολογία της Ελληνικής Επανάστασης ενέπνευσε όχι μόνο τους «δεκεμβριστές», που συμμετείχαν ενεργά στο κίνημα, αλλά και έναν πλατύτερο κύκλο ρώσων ποιητών 

Οι ειδήσεις για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης προκάλεσαν στη Ρωσία ενθουσιώδη ανταπόκριση. Συνηχούσαν με τις εγχώριες πολιτικές ζυμώσεις, καθώς η κυοφορία του φιλελεύθερου κινήματος των ρώσων ευγενών, που θα καταλήξει σε αποτυχημένη εξέγερση στις 14 Δεκεμβρίου 1825, ήταν τότε στην ακμαία φάση της και μεταμόρφωνε εντυπωσιακά την εικόνα της πνευματικής ζωής του τόπου. 

Η λογοτεχνία, που λειτουργούσε και ως μοναδικό στη Ρωσία βήμα προβολής φιλελεύθερων ιδεών, παραδειγματιζόμενη από την ποίηση της Γαλλικής Επανάστασης, είχε ήδη πλημμυρίσει από σύμβολα ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, τα οποία προσλαμβάνονταν ως πρότυπα και μέτρα δημοκρατικής αγωγής. 

Ως στίγμα αυτής της νοοτροπίας μπορούμε να δούμε, λ.χ., την κρίση του Πούσκιν για τον στοχαστή λογοτέχνη Π. Τσααντάγεφ: «Στη Ρώμη θα ήταν ο Βρούτος. Στην Αθήνα ο Περικλής», καθώς και τον θαυμασμό του για το ηθικό σθένος του «δεκεμβριστή» ποιητή Φ. Γκλίνκα, τον οποίο αποκαλεί «Αριστείδη».

 Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα ήταν φυσικό η Ελληνική Επανάσταση να γίνεται δεκτή από τους φιλελεύθερους πνευματικούς κύκλους της Ρωσίας ως ενσάρκωση και του δικού τους οράματος

«Χρέος» η βοήθεια της επανάστασης


Οι πρώτες ποιητικές αντιδράσεις συνδέονται με τις προσδοκίες (που δεν άργησαν να διαψευστούν) για την υποστήριξη των ελλήνων αγωνιστών από ρωσικά στρατεύματα. 

Κυκλοφορούσαν φήμες για την εκστρατεία με επικεφαλής τον στρατηγό Γερμόλοφ, και ο μελλοντικός αρχηγός των «δεκεμβριστών» ποιητής Κ. Ριλέγεφ τού απηύθυνε φλογερό μήνυμα προτροπής «να σπεύσει και να σώσει τα τέκνα της Ελλάδας», που ανασταίνεται από τις στάχτες: ήδη οι απόγονοι του Θεμιστοκλή σήκωσαν τις σημαίες της ελευθερίας και πότισαν με το ηρωικό αίμα τους το χώμα της πατρίδας τους (1821). 

Στην ποιητική επιστολή του «Προς τους φίλους στο Κισινιόφ» (1822) ο Β. Ραγέφσκι, κρατούμενος από τις τσαρικές αρχές για «ανατρεπτική δραστηριότητα στο στράτευμα», αναφέρει την «αυγή» της Ελληνικής Επανάστασης και το «χρέος» συμβολής στην «ιερή υπόθεση» ενός λαού και της ελευθερίας που «ξύπνησαν από τη νάρκη». 

Εγκαινιάζοντας το ελληνικό θέμα με το ποίημα «Πόλεμος» (1821), ο Πούσκιν εμφανίζεται συνεπαρμένος με την ιδέα άμεσης συμμετοχής στον αγώνα των Ελλήνων, πλάθει με τη φαντασία του εικόνες των μαχών και προαισθάνεται την εμπνευσμένη αντανάκλαση της μούσας του. 

Θα ακολουθήσει το μαχητικό «Στιλέτο» (1821), προειδοποίηση σε όλους τους τυράννους για την αναπόφευκτη τιμωρία που θα φέρει το στιλέτο, φτιαγμένο από τον «λήμνιο θεό» για τη Νέμεση, «ελευθερίας φύλακας κρυφός»:


Οπου να πάει θα τον βρει η θεία η Σπαθοφόρα,

στη θάλασσα και στη στεριά, μες στη σκηνή, μες στον ναό,

μέσα σε κάστρο μυστικό,

ή απάνω στο κλινάρι του, σε ύπνου γλυκού την ώρα!1


Από κοντά έρχονται και δύο ποιήματα με γυναικείες μορφές: «Πιστή Ελληνίδα, μην τον κλαις» (1821), φόρος τιμής σε έναν Φιλικό (παρομοιάζεται με τον Αριστογείτονα) που έπεσε στον Αγώνα, και «Σε μια Ελληνίδα» («Γεννήθηκες για να οιστρηλατείς τη φαντασία των ποιητών…», 1822), αφιερωμένο στην Καλυψώ Πολυχρονίδη, την ομορφιά της οποίας είχε θαυμάσει και ο Μπάιρον.


Η συμβολή του Πούσκιν στον αγώνα


Η ρωσική ανταπόκριση στην Ελληνική Επανάσταση συνήθως συνδέεται με το όνομα του Πούσκιν. Από τον περασμένο αιώνα, ειδικά και τεκμηριωμένα, για το θέμα αυτό είχε μιλήσει ένας έλληνας λόγιος από την Οδησσό, ο Κ. Α. Παλαιολόγος. 

Στο δοκίμιό του «Ο Ρώσος ποιητής Πούσκιν ως φιλέλλην εξεταζόμενος» (Παρνασσός, 1879) επισημαίνει κατ’ αρχήν το γεγονός ότι το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης βρήκε τον Πούσκιν εξόριστο πρώτα στο Κισινιόφ και έπειτα στην Οδησσό, που υπήρξαν «ο πυρήν και το κέντρον της ελληνικής εθνεγερσίας»:


«Απάντων των σπουδαιοτάτων τούτων γεγονότων ο Πούσκιν υπήρξεν αυτόπτης μάρτυς… Συνήψε σχέσεις μεθ’ απάντων σχεδόν των ομογενών ημών αποτελούντων τότε το άνθος της εν Κισνοβίω κοινωνίας… Πρώτος απάντων, τολμώ να είπω, των Ρώσων κατείδε και εξετίμησε την σπουδαιότητα του ελληνικού κινήματος ο Πούσκιν». 

Ως απόδειξη ο Παλαιολόγος παρουσιάζει απόσπασμα από τις «Σημειώσεις για την Ελληνική Επανάσταση» που κρατούσε ο Πούσκιν για ένα διάστημα στα γαλλικά: «Απαντες απηλπίζοντο περί της αισίας εκβάσεως των σχεδίων της Φιλικής Εταιρίας· εγώ όμως έχω ακράδαντον πεποίθησιν περί του θριάμβου της Ελλάδος και της υπό των Οθωμανών εγκαταλείψεως της ανθηράς χώρας της Ελλάδος τοις νομίμοις κληρονόμοις του Ομήρου και του Θεμιστοκλέους», καθώς και ποιητικά τεκμήρια, όπως το «Εγέρθητι, ω Ελλάς, εγέρθητι», που ο Παλαιολόγος παραθέτει σε δική του πεζή μετάφραση, ενώ εμείς θα προτιμήσουμε τώρα την ελεύθερη απόδοση του Βάρναλη:



Εμπρός, Ελλάδα

Εμπρός, στηλώσου, Ελλάδα επαναστάτισσα,

βάστα γερά στο χέρι τ’ άρματά σου!

Μάταια δεν ξεσηκώθηκεν ο Ολυμπος,

η Πίνδο, οι Θερμοπύλες ­ δόξασμά σου.

Απ’ τα βαθιά τους σπλάχνα ξεπετάχτηκεν

η λεφτεριά σου ολόφωτη, γενναία

κι απ’ τον τάφο του Σοφοκλή, απ’ τα μάρμαρα

της Αθήνας, πάντα ιερή και νέα.

Θεών κ’ ηρώων πατρίδα, σπάζεις άξαφνα

το ζυγό σου και την ενάντια Μοίρα

με τον ηχό, που βγάνει του Τυρταίου σου,

του Μπάιρον και του Ρήγα η άξια λύρα.


Το ποίημα γράφηκε το 1829, όταν ο Πούσκιν πραγματοποίησε ένα ταξίδι στον Καύκασο που αναβίωσε στη μνήμη του την παλιά συγκίνηση για τους αγώνες της Ελλάδας και την αντίστοιχη δοξαστική ποιητική γλώσσα. 

Εν τω μεταξύ και η πορεία της Ελληνικής Επανάστασης, που την έζησε στα πρώτα χρόνια της από κοντά ως μια διδακτική ιστορική εμπειρία και οι ευρωπαϊκές εξελίξεις (με την ήττα των επαναστατικών κινημάτων στην Ισπανία και στην Ιταλία) προσδιόρισαν μια αισθητή μετατόπισή του από ρομαντική σε ρεαλιστικότερη θεώρηση. 2

Η κρίση του προσγειώνεται και από υμνητική γίνεται αναλυτική, ιδιαίτερα στα πεζά, που αποκτούν στο έργο του όλο και μεγαλύτερο βάρος. Στο δοκίμιό του ο Κ. Α. Παλαιολόγος παραθέτει χαρακτηριστικό απόσμασμα από το διήγημα «Ο Κιρτζαλής» (1834· εκεί ο Πούσκιν αξιοποίησε υλικό από το απραγματοποίητο σχέδιό του ­ μεγάλο ποίημα, αφιερωμένο στη Φιλική Εταιρία) που το μεταφέρουμε εδώ σε μεταγενέστερη μετάφραση3:

«Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν προσωπικά γενναίος, δεν είχε όμως την ικανότητα που χρειαζόταν για τον ρόλο που τόσο βιαστικά κι απροετοίμαστα ανέλαβε. Δεν είχε τον τρόπο να συνεργαστεί με τους ανθρώπους που ώφειλε να διοικήσει, γι’ αυτό κι εκείνοι δεν τον σέβονταν και δεν του είχαν εμπιστοσύνη. 

Υστερα από την άτυχη εκείνη μάχη, όπου χάθηκε το άνθος της ελληνικής νεότητας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος τον συμβούλεψε ν’ απομακρυνθεί κι ο ίδιος στάθηκε στο πόδι του. Ο Υψηλάντης τόσκασε για τα αυστριακά σύνορα κι αποκεί έστελνε τις κατάρες του στους ανθρώπους του και τους ονόμαζε εξωμότες, δειλούς κι ανάξιους. 

Αλλά αυτοί οι δειλοί κι ανάξιοι σκοτώθηκαν οι περισσότεροι μέσα στη Μονή του Σέκου ή στις όχθες του Προύθου, πολεμώντας με απίστευτη τόλμη έναν εχθρό δέκα φορές ισχυρότερον από κείνους»4.


Ο Β. Κιουχελμπέκερ και η Ελλάδα


Ο φιλελληνισμός του Πούσκιν και οι σχετικές εκτιμήσεις της ελληνικής κριτικής που βάδισε στα χνάρια του Παλαιολόγου είναι ένα μεγάλο θέμα που έχει την ιστορία του και γίνεται τώρα αντικείμενο μιας ειδικής μελέτης, ενώ εμείς οφείλουμε να στραφούμε εδώ και σε άλλα πολύ αξιόλογα ονόματα της ρωσικής ποίησης 5, που ήταν ­ σχεδόν όλοι τους ­ φίλοι του Πούσκιν.

Συμμαθητές στο Λύκειο του Τσάρσκογε Σελό και έπειτα, για λίγο διάστημα, συνάδελφοι υπάλληλοι στο υπουργείο Εξωτερικών, λάτρεις της ποίησης και της ελευθερίας, ο Πούσκιν και ο Β. Κιουχελμπέκερ ήταν πράγματι αδελφικοί φίλοι.

 Στη φιλολογική συντροφιά τους ο Κιουχελμπέκερ ξεχώριζε με την απαράμιλλη λογοτεχνική καλλιέργεια και τον ενθουσιώδη χαρακτήρα του ­ παρορμητικός, ονειροπόλος, έτοιμος για κάθε θυσία.

Οταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση βρισκόταν στο Παρίσι και ο τσάρος Αλέξανδρος ήταν σίγουρος ότι θα κατέληγε στην Ελλάδα. 

Την επιθυμία του αυτή αποτυπώνουν δύο ποιήματα «Το ελληνικό τραγούδι» και «Προς τον Αχάτη» (1821) ­ χαιρετισμός στους λαούς που ξεσηκώνονται για την ελευθερία τους, και ειδικά στην Ελλάδα που «έχει σπάσει τα δεσμά της» και περιμένει υποστήριξη· έκκληση σε φίλους να ανταποκριθούν στο κάλεσμά της: 

«Πού ‘ναι τα φτερά μας να πετάξουμε; Αναμερίστε βουνά, ποτάμια, πολιτείες!». Ο ίδιος παρακαλεί τη Μοίρα να του χαρίσει «τη χαρά της πρώτης μάχης», είναι έτοιμος να σταθεί κάτω από ιερές σημαίες του Μαραθώνα ­ «κι αν πέσω, θα πέσω σαν ήρωας».

Οι διαλέξεις που έδωσε στο Παρίσι για τη ρωσική λογοτεχνία είχαν απροκάλυπτη πολιτική οξύτητα και η ρωσική πρεσβεία τού μεταβίβασε τη διαταγή των αρχών να γυρίσει αμέσως στην πατρίδα. 

Στο εξής θα βρίσκεται υπό δυσμένεια και αυστηρή επιτήρηση, αλλά δεν χαμηλώνει καθόλου τους μαχητικούς τόνους του. Στο ποίημα «Προφητεία» (1822) εμφανίζεται ως «προφήτης της ελευθερίας», στηρίζει το κήρυγμά του στο παράδειγμα της Ελλάδας, καταγράφει την παλλαϊκή επιστράτευσή της, παρακολουθεί τις νικηφόρες μάχες της, κατακρίνει τον «ύπουλο» ρόλο της Βρετανίας (υπάρχουν αρκετά σημεία που μπορούν να κριθούν ως κοινοί τόποι με τον «Υμνο» του Σολωμού, αλλά και με τις ωδές του Κάλβου), ορκίζεται να μη σιωπήσει «ούτε στην εξορία ούτε στα δεσμά». «Ελεύθερο και στα δεσμά ακόμα» βλέπει τον εαυτό του στο ποίημα «Στον Βιάζεμσκι» (1823) και εύχεται να βρει τη θέση του στον ναό της τέχνης «δίπλα στον Πούσκιν και στον Τυρταίο». 

Η Ελλάδα είναι παρούσα κι εδώ, ενθαρρύνει με τον αγώνα της τους σκλαβωμένους λαούς της Ευρώπης, προκαλεί τρόμο στα «πλήθη των άγριων Οθωμανών», καθώς και στους συμμάχους τους ­ τυράννους της Δύσης που καταπιέζουν τον κόσμο και δολοφονούν «τα παιδιά της ελευθερίας». 

Ο ποιητής αναπολεί την ώρα όταν στις όχθες του Σηκουάνα πρωτοάκουσε το ηρωικό κάλεσμα από την Ελλάδα και ονειρευόταν να βρεθεί εκεί με το σπαθί στο χέρι, λυπάται που η μοίρα τού αρνήθηκε αυτή τη χάρη και βλέπει ως χρέος του να υψώνει τη σημαία της ελευθερίας με τον στίχο του.


Ο προσανατολισμός των «δεκεμβριστών»


Το παράδειγμα του Κιουχελμπέκερ είναι από τα πλέον δηλωτικά της κυρίαρχης τότε στη Ρωσία ρομαντικής αντίληψης για τον προφητικό και οδηγητικό ρόλο της ποίησης. Οπως ήταν φυσικό, στους επαναστατικούς κύκλους των «δεκεμβριστών» η θέση αυτή αποκτούσε προγραμματικές διαστάσεις. 

Ο προσανατολισμός στη διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών προσδιόριζε τις έντονα διαφωτιστικές, διδακτικές διαθέσεις και είχε άμεσο αντίκτυπο στις επιλογές των ειδών (προτίμηση στην ωδή και στην τραγωδία), στους επικαιρικούς χειρισμούς των ιστορικών θεμάτων (αλληγορική «φωτογράφηση» του παρόντος, καταγγελία της απολυταρχίας, εξύμνηση της αντίστασης στην τυραννία ­ μια τέτοια τραγωδία, τους «Αργείους», έγραψε ο Κιουχελμπέκερ τις παραμονές της εξέγερσης), στην εξιδανικευμένη προβολή των πρωταγωνιστών της ελευθερίας.

Με θρυλική αίγλη ενός ρομαντικού ήρωα περιβάλλεται η μορφή του Μπάιρον (όπως, λ.χ., στο ποίημα του Β. Τουμάνσκι «Προς τον πρίγκιπα Τσερτελέφ», 1823) και ο θάνατός του το 1824 στο ηρωικό Μεσολόγγι προσλαμβάνεται στη Ρωσία ως συγκλονιστικό γεγονός. «Αοιδό, αγαπημένο των Ρώσων», «βάρδο, ζωγράφο γενναίων ψυχών», «Τυρταίο, σύμμαχο και προστάτη συνταγμάτων της ελευθερίας» τον αποκαλεί ο Κιουχελμπέκερ στο ποίημά του 

«Ο θάνατος του Μπάιρον» (1824). Πληθωρικός, ρητορικός, υψηλόφωνος, ο ποιητικός λόγος του καταγράφει τη δημιουργική και την αγωνιστική προσφορά του μεγάλου άγγλου ποιητή, την παρουσία του στη μαχόμενη «αναγεννημένη» Ελλάδα και το βαθύ πένθος της. 

Με την αναφορά στο πένθος της «πατρίδας του Θεμιστοκλή», της «ιερής» Ελλάδας, ανοίγει το δικό του ποίημα «Στον θάνατο του Μπάιρον» (1824) ο Ριλέγεφ και το κλείνει πάλι με τους Ελληνες να απευθύνονται στους «φίλους της ελευθερίας και της Ελλάδας», εκφράζοντας την πεποίθηση πως με τον πρόωρο θάνατο του Μπάιρον «χαίρονται μόνο οι τύραννοι και οι σκλάβοι».

Πολύ θεαματική ­ ενταγμένη εδώ σε σχήμα αντιπαράθεσης ­ είναι η παρουσία της Ελλάδας στο ποίημα «Η μοίρα του Ναπολέοντα» (1821) του Φ. Γκλίνκα, ενός από τους σημαντικούς πνευματικούς ηγέτες και ποιητές των «δεκεμβριστών». 

Η μνήμη για τον αποθανόντα (στις 5 Μαΐου 1821) αυτοκράτορα, μπροστά στον οποίο πρόσφατα «έτρεμαν βασίλεια», παραμερίζεται από τη συναρπαστική εικόνα της επαναστατημένης Ελλάδας που «ανασταίνεται από τον τάφο», «σπάει με δύναμη δεσμά» και «μέσα στην καταιγίδα» πλάθει τον νέο κόσμο της, αναβιώνοντας τα σύμβολα των Θερμοπυλών και του Ολύμπου. Αργότερα, παρακολουθώντας την πορεία της Ελληνικής Επανάστασης και συμπάσχοντας με τους κυνηγημένους από το τουρκικό γιαταγάνι Ελληνες που αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα αγαπημένα παράλια της Ιωνίας και να αναζητήσουν καταφύγιο σε ξένους τόπους, ο Γκλίνκα θα κάνει έκκληση για βοήθεια στους ξεριζωμένους πατριώτες («Στους έλληνες ικέτες», 1826).

Ο πόθος της ελευθερίας και η ποίηση


Ως τον τραγικό Δεκέμβριο του 1825 οι αναφορές στην Ελλάδα λειτουργούν στη ρωσική ποίηση όπως και οι συνθηματικές λέξεις-σηματοδότες: τυραννία, δεσμά, ελευθερία, σπαθί. Ενδεικτικό της συμβολικής και κάποτε συμβατικής προσφυγής στην Ελλάδα είναι, λ.χ., το ποίημα του Β. Γκριγκόριεφ «Ελληνίδα» («Γιατί στο χέρι σου κρατάς σπαθί, κόρη της εμπνευσμένης Ανατολής…», 1824): αποτυπώνει ένα γενικό μοντέλο ηρωικής αγωνιστικής συμπεριφοράς, υπογραμμισμένο με την επιλογή της γυναικείας μορφής, χωρίς να επιστρατεύει τα εθνικά, ελληνικά, στοιχεία και χρώματα. 

Συμβολικά φορτισμένο είναι το τριμερές, συνήθως, δομικό σχήμα αυτών των αναφορών: το ένδοξο παρελθόν της Ελλάδας, αιώνες σκλαβιάς, η ανάσταση. 

Είναι βέβαια ένας κοινός τόπος και στην ελληνική και γενικότερα στην ευρωπαϊκή ποίηση της εποχής, αλλά στη Ρωσία κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1820 το σχήμα αυτό αποκτούσε διαστάσεις ενός απτού παραδείγματος προς μίμηση και εφαρμογή, συνθηματικής έκκλησης για αγωνιστικό ξεσήκωμα το οποίο ετοίμαζαν οι παράνομες οργανώσεις των «δεκεμβριστών».

Το πάθος της ελευθερίας, που ενσαρκώνεται και στη θεματολογία της Ελληνικής Επανάστασης, διαπνέει όχι μόνο τους «δεκεμβριστές» αλλά και έναν πλατύτερο κύκλο ρώσων ποιητών που δεν συμμετέχουν άμεσα στις επαναστατικές δραστηριότητες, ωστόσο διατηρούν πολύ στενές φιλικές σχέσεις με τους πρωτεργάτες του κινήματος. 

Το ποίημα «Η Ελλάδα» (1822) του Ο. Σόμοφ, ένα από τα καλύτερα δείγματα της φιλελληνικής ποίησης που γράφεται εκείνα τα χρόνια στη Ρωσία, ακολουθεί το δομικό σχήμα που αναφέραμε πιο πάνω. Ξεχειλίζει από αγάπη και θαυμασμό για την ανδρεία αρχαία Ελλάδα που ανύψωσε τον ναό «της ιεράς ελευθερίας» και υπήρξε «μητέρα των τεχνών», αλλά και από πικρία για τα σημερινά ερείπια του αρχαίου μεγαλείου, τη σκλαβιά που βιώνουν οι απόγονοι του Περικλή. 

Η συγκινημένη έκκληση του ποιητή στις «δοξασμένες σκιές» της αρχαιότητας, αλλά και στους καταπιεσμένους κληρονόμους αυτής της δόξας για ένα διάστημα δεν βρίσκει ανταπόκριση, αλλά τελικά η ικεσία του εισακούεται και το ποίημα κλείνει με χαιρετισμό θριάμβου στους μαχόμενους για την ελευθερία Ελληνες, τους οποίους θαυμάζουν «οι σκιές των προγόνων» τους.


Ως πολύ αξιόλογος ποιητής στον χώρο των «συμπαθούντων» ξεχωρίζει ο Β. Τουμάνσκι, στον οποίο ο Κιουχελμπέκερ είχε αφιερώσει το ποίημά του «Προς τον Αχάτη», γνωστός του Πούσκιν από την ταυτόχρονη παραμονή τους στην Οδησσό. 

Η «Ελληνική ωδή» του (1823), που συναγωνίζεται σε μαχητικό πάθος «Το ελληνικό τραγούδι» του Κιουχελμπέκερ, μεταφέρει τη φωνή ­ σε πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού ­ των ελλήνων αγωνιστών, αποφασισμένων να εκδικηθούν τον εχθρό που έσπειρε στον τόπο τους τον θάνατο, τη φωτιά, τη βεβήλωση των ιερών, την ατίμωση. 

Δύο χρόνια αργότερα ο Τουμάνσκι επανέρχεται στο ελληνικό θέμα με δύο σονέτα που έχουν τον κοινό τίτλο «Ελλάδα» (1825) και στήνονται πάνω στη γνωστή αντιπαράθεση του χθες, που δεν ενέπνεε ελπίδες για ανάσταση από τη φρίκη της σκλαβιάς, και του σήμερα, όταν το εξεγερμένο «μέγα πνεύμα της ελευθερίας» απηύθυνε το κάλεσμά του σε «τυραννισμένους» λαούς και δέχθηκε τη θαρραλέα ακλόνητη απάντηση της Ελλάδας.


Πώς εσίγησαν οι ποιητές


Και πριν από την εξέγερση των «δεκεμβριστών» αρκετά από τα ποιήματα που αναφέραμε δεν ήταν δυνατόν να δουν επίσημα το φως της δημοσιότητας, κυκλοφορούσαν όμως σε χειρόγραφα και έφταναν στους αναγνώστες (το φαινόμενο του «σαμιζντάτ» δεν είναι αποκλειστικό «προϊόν» της σοβιετικής εποχής, είχε βαθιές ρίζες στην ιστορία της χώρας). 

Τον μακρύτερο πάντως δρόμο προς εκτύπωση έκαναν, όπως φαίνεται, δύο ποιητικές εκκλήσεις: «Στους ξεσηκωμένους Ελληνες» και «Εκκληση προς βοήθεια των Ελλήνων» που πρωτοδημοσιεύτηκαν στα μέσα του 20ού αιώνα. 

Ο συγγραφέας τους Β. Καπνίστ, από τη ζακυνθινή οικογένεια Καπνίση, εγκατεστημένη στην Ουκρανία από τις αρχές του 18ου αιώνα, ήταν μία από τις επιφανείς φυσιογνωμίες των ρωσικών γραμμάτων στα τέλη του 18ου-αρχές του 19ου αιώνα, ποιητής και δραματουργός με φιλοσοφική διάθεση, τολμηρό αντιτυραννικό πνεύμα («Ωδή της σκλαβιάς», που περίμενε δημοσίευση επί 23 χρόνια) και ισχυρή σατιρική φλέβα (κωμωδία «Στρεψοδικία»).

 Στα «ελληνικά» ποιήματά του τις εικόνες ολέθρου που έσπειρε στην Ελλάδα ο ξένος ζυγός διαδέχονται το κρίσιμο ερώτημα που θέτει η πατρίδα: «Ελευθερία ή θάνατος» και ο αγωνιστικός άθλος των σημερινών Ελλήνων που θυμίζει τις Θερμοπύλες, ενώ η έκκληση για βοήθεια στην επαναστατημένη Ελλάδα την οποία στέλνει ο ποιητής στους χριστιανικούς λαούς, και ιδιαίτερα στη Ρωσία, προβάλλεται ως θέμα πίστης και τιμής.

Μετά την καταστολή της εξέγερσης τον Δεκέμβριο του 1825, την εκτέλεση των πέντε αρχηγών (ανάμεσά τους ο Ριλέγεφ) και τις ομαδικές καταδίκες σε κάτεργα (Κιουχελμπέκερ), μαζί με τις φιλελεύθερες φωνές είχε σχεδόν σιγήσει και το ελληνικό θέμα. 

Πέντε χρόνια αργότερα ο Π. Κατένιν, σημαντικός λογοτέχνης και ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος των «δεκεμβριστών» που γλίτωσε από το τσαρικό μένος επειδή από το 1822 ήδη βρισκόταν στην εξορία, αναπολώντας τα χρόνια φιλελεύθερης έξαρσης θα αναφέρει, ως ένα από τα δηλωτικά στοιχεία της, τον θρύλο της αναστημένης Ελλάδας που είχε εμπνεύσει και ζωογονήσει την τέχνη («Η έμπνευση και ο ποιητής», 1830).


1. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Πέντε ρώσοι κλασικοί, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1975, σελ. 64.


2. Στις μελέτες για τον Πούσκιν (στη συλλογή Πέντε ρώσοι κλασικοί, σελ. 35-99, και στον δεύτερο τόμο της τρίτομης ιστορίας της ρωσικής λογοτεχνίας, σελ. 46-62) ο Μ. Αλεξανδρόπουλος κάνει αναπτυγμένες ερμηνευτικές προτάσεις σχετικά με την ουσιώδη αυτή τομή στο έργο του ρώσου ποιητή, καθώς και με το πολύπτυχο ζήτημα του φιλελληνισμού του.



3. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Πέντε ρώσοι κλασικοί, σελ. 66-67.



4. Με την ευκαιρία, να σημειώσουμε ότι στον Αλ. Υψηλάντη είχε αφιερώσει το ποίημά του «Δεσμώτης έλληνας» ο Ι. Κοζλόφ.



5. Βλ. επίσης: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Η ρωσική λογοτεχνία. Ιστορία σε τρεις τόμους. Από τον 11ον αιώνα μέχρι την επανάσταση του 1917, τ. Β’, εκδ. Κέδρος, 1978, σελ. 24-31, 86-90.



Η κυρία Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου