Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

ΕΝΑΣ ΤΟΥΡΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΜΕ ΤΗ ΛΑΜΠΑ ΘΥΕΛΛΗΣ ΕΝΟΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥ...

«MΗΠΩΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΝΕΙ ΡΙΜΕΣ;»: ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΕΓΑΛΑ «RESET» ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ



Λιμποβίσι Αρκαδίας. Το σπίτι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Οι Ελληνες ξεκίνησαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας τους εν τω μέσω μιας εποχής εκ θεμελίων καταστροφής και μετασχηματισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (Φωτ. SHUTTERSTOCK)

Γράφει ο Σουκρού Ιλιτζάκ*

O Τούρκος ιστορικός Σουκρού Ιλιτζάκ («Η Τουρκία έκανε τα πάντα για να φύγω», «Κ», 9.6.20) ζει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. 

Ο γιος του είχε παίξει τον ρόλο του Κολοκοτρώνη στη θεατρική παράσταση του νηπιαγωγείου του(!), ενδιαφέρον στοιχείο, λαμβάνοντας υπόψη το θέμα της διατριβής του Ιλιτζάκ: «Η Ελληνική Επανάσταση ως οθωμανική εμπειρία». Στο άρθρο που ακολουθεί εξετάζει τρεις κρίσιμες ιστορικές περιόδους της Τουρκίας, οι οποίες όμως αφορούν και την Ελλάδα, αρχής γενομένης από την Επανάσταση του 1821.
Η. Μ.

Χρησιμοποιώντας μια έκφραση που τους τελευταίους μήνες είναι στη μόδα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία/Τουρκία, από τις αρχές του 19ου αιώνα, γίνεται κάθε εκατό χρόνια κι από ένα μεγάλο «reset». 

Σε αυτές τις φοβερές περιόδους αναταραχής και μετασχηματισμού, τις οποίες θα εξετάσουμε ως διαδικασίες εικοσαετούς διάρκειας, αλλάζει με τρόπο ουσιαστικό η πολιτική δομή της χώρας· το εκάστοτε παλαιό καθεστώς εξαφανίζεται μαζί με τον πολιτισμό του και γεννιέται με ωδίνες το νέο καθεστώς.

Η μερίδα που ιδιοποιείται τη διαχείριση του κράτους, κάτω από διαρκείς συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, εξουδετερώνοντας όποια εστία δύναμης περιορίζει την κρατική εξουσία και καταπνίγοντας τα πλουραλιστικά στοιχεία της κοινωνίας, υπονομεύει και τελικά χαράσσει εκ νέου τα όρια του κράτους έναντι της κοινωνίας· εγκαθιδρύεται έτσι ένα ακραία συγκεντρωτικό, προσωποπαγές καθεστώς.

Το ενδιαφέρον είναι ότι μια παρόμοια διαδικασία εκτυλίσσεται και στις μέρες μας, για τρίτη φορά. Δεν είναι ακόμα σαφές αν οι Eλληνες –ή η Ελλάδα– και η Ρωσία, που έπαιξαν κεντρικό ρόλο στα «reset» του 1810-1830 και του 1910-1930, θα παίξουν κάποιο ρόλο και στο τρίτο μεγάλο «reset», που ξεκίνησε στη δεκαετία του 2010· ωστόσο, η παρούσα τεταμένη κατάσταση προκαλεί το ερώτημα: «Μήπως η Ιστορία κάνει ρίμες;» (παραπέμπω εδώ σ’ ένα μότο που το βρίσκω πολύ εύγλωττο και το οποίο αποδίδεται στον Μαρκ Τουέιν, αν και η προέλευσή του δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα: «Ηistory doesn’t repeat itself, but it often rhymes», δηλαδή «η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά κάνει συχνά ρίμες»).

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και ο Μαχμούτ Β΄

Το πρώτο reset ξεκίνησε μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία έληξε ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1806-1812. Κατά τα προηγούμενα εκατό πενήντα χρόνια, το οθωμανικό κράτος είχε καταφέρει να συνεχίσει την ύπαρξή του κάνοντας όλο και μεγαλύτερες παραχωρήσεις στους Γενίτσαρους (στο κέντρο) και στους αγιάνηδες (στην επαρχία) – ή, αν το δούμε από την αντίστροφη οπτική, αναγνωρίζοντάς τους πεδία ελευθερίας και συμβιβαζόμενο με αυτές τις δυνάμεις.

Από την εποχή του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1768-1774, το κράτος ήταν ολότελα στο έλεος των αγιάνηδων για τη συγκέντρωση φόρων και στρατιωτών· σε αδρές γραμμές, οι αγιάνηδες μοιάζουν με τους λόρδους και τους βαρώνους της Αγγλίας: πρόκειται για οικογένειες που έχουν γίνει «οίκοι» και κρατάνε στα χέρια τους τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική δύναμη της επαρχίας.

Τον Φεβρουάριο του 1813, λόγω και των εγγυήσεων του καγκελαρίου της Αυστρίας Μέτερνιχ ότι στη νέα μετα-ναπολεόντεια ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων δεν θα υπάρχουν πια παρεμβάσεις από το εξωτερικό προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τέθηκε επισήμως σε εφαρμογή το σχέδιο της εξουδετέρωσης των αγιάνηδων, με την αντικατάστασή τους με βεζίρηδες της Υψηλής Πύλης.

Τα επόμενα δέκα χρόνια εκτυλίχθηκε ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος. Ξέσπασαν δεκάδες εξεγέρσεις στις τέσσερις γωνιές της αυτοκρατορίας, συγκρούστηκαν στρατοί που αριθμούσαν χιλιάδες στρατιώτες, και οι βεζίρηδες της Πύλης μπόρεσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μεγάλες πόλεις όπως το Ντιγιαρμπακίρ, το Χαλέπι, τα Γιάννενα, μόνο ύστερα από πολιορκία μηνών. 

Οι Ελληνες, που ήθελαν πια να καθορίσουν μόνοι τους το μέλλον τους, ξεκίνησαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας τους εν τω μέσω μιας τέτοιας εποχής εκ θεμελίων καταστροφής και μετασχηματισμού, κατά την οποία το παλιό είχε γκρεμιστεί αλλά δεν είχε ακόμη αντικατασταθεί από το καινούργιο.

Οσο για τους Γενίτσαρους, τη δεύτερη εστία δύναμης που περιόριζε σημαντικά την κρατική εξουσία, γι’ αυτούς η αρχή του τέλους υπήρξε η Ελληνική Επανάσταση. Στη δεκαετία του 1820, οι Γενίτσαροι είχαν πια προ πολλού χάσει την ιδιότητα των επίλεκτων πολεμιστών του σουλτάνου. 

Είχαν ανεξαρτητοποιηθεί και δεν δέχονταν να επεμβαίνει το κράτος στην αυτονομία τους. Ο θεσμός των Γενιτσάρων δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί με τα σημερινά δεδομένα. Συν τω χρόνω, οι Γενίτσαροι είχαν αναμειχθεί με τους μικρέμπορους και τους τεχνίτες, καθώς και με τα κατώτερα στρώματα.

 Επειδή προστάτευαν αυτά τα στρώματα από κρατικές παρεμβάσεις, μπορούσαν εύκολα και να κινητοποιούν κι έτσι να θέτουν όρια στο κράτος.

Ο Μαχμούτ Β΄, ο οποίος από την αρχή της βασιλείας του βρισκόταν υπό την κηδεμονία μιας συμμαχίας Γενιτσάρων, γραφειοκρατών και ουλεμάδων, κατάφερε να κόψει τον δεσμό των Γενιτσάρων με τα λαϊκά στρώματα μέσα σε κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες αποκαλυπτικές, που είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας της Ελληνικής Επανάστασης. 

Σ’ ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι, απελπισμένοι, περίμεναν τον Μαχντί (τον μουσουλμάνο Μεσσία), το κράτος ήταν σε θέση να πει στην κοινωνία ότι τα αιτήματα των γενιτσάρων, που ούτε έστελναν στρατιώτες εναντίον των Ελλήνων επαναστατών ούτε και επέτρεπαν να δημιουργηθεί ένας πειθαρχημένος στρατός που θα γυμναζόταν «φράγκικα», «βοηθούσαν τον εχθρό». 

Και η κοινωνία, στο ηθικό περιβάλλον που είχε δημιουργήσει η Ελληνική Επανάσταση, δεν αντιδρούσε που το κράτος φίμωνε τους Γενίτσαρους.

Τον Δεκέμβριο του 1822, ο Μαχμούτ Β΄ προέβη σε εκκαθαρίσεις της κλίκας την οποία θεωρούσε υπεύθυνη για το κατάντημα της χώρας και πήρε στα χέρια του τη διακυβέρνηση του κράτους, σταματώντας να είναι απλώς παρατηρητής και ρυθμιστής. 

Τα επόμενα χρόνια, η διευθέτηση ακόμα και των πιο απλών υποθέσεων απαιτούσε την έγκριση του σουλτάνου.


Ο Ενβέρ Πασά (αριστερά), ηγετική φυσιογνωμία των Νεότουρκων, και ο Κεμάλ (δεξιά) στην Ιερουσαλήμ το 1916. Η ενέργεια των Νεότουρκων να βάλουν με το ζόρι τη χώρα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακολουθώντας τη Γερμανία, ήταν κυριολεκτικά αυτοκτονία. (Φωτ. SHUTTERSTOCK)

Οταν φτάνουμε στο 1826, καθώς από τη μία έχουν αρχίσει να ηχούν οι καμπάνες του πολέμου με τη Ρωσία και από την άλλη ο σύγχρονος αιγυπτιακός στρατός του Ιμπραήμ πασά, εκπαιδευμένος από Γάλλους αξιωματικούς, έχει ξεκινήσει να καταπνίγει επιτυχημένα την ελληνική εξέγερση, πρέπει πια να μην έχει μείνει καμία αμφιβολία στο μυαλό του Μαχμούτ Β΄ ότι έχει έρθει η ώρα να διαλυθεί το σώμα των Γενιτσάρων και να δημιουργηθεί ένας υπάκουος, πειθαρχημένος στρατός που θα πολεμάει με τις σύγχρονες πολεμικές τακτικές.

Στις 26 Μαΐου του 1826, το κράτος «πρότεινε» στους Γενίτσαρους να κάνουν στρατιωτικά γυμνάσια, και αυτοί εκόντες άκοντες δέχτηκαν να γυμναστεί ένας ορισμένος αριθμός αυτών από κάποια τάγματα φορώντας ευρωπαϊκού τύπου στολές. Η υπομονή των Γενιτσάρων, που τα γυμνάσιά τους ξεκίνησαν στις 12 Ιουνίου, εξαντλήθηκε σε τρεις ημέρες και στις 15 Ιουνίου ξέσπασε εξέγερση. 

Ενα πλήθος «από αυτούς που ονομάστηκαν οι πραγματικοί πιστοί», κατά την έκφραση του επιτετραμμένου της γαλλικής πρεσβείας Ντεσάζ (Désages), συσπειρώθηκε γύρω από τη σημαία-κειμήλιο του Μωάμεθ, η οποία υψώθηκε ενάντια στους Γενίτσαρους και έτσι με μια μεγάλη σφαγή καταργήθηκε ένας θεσμός σχεδόν πεντακοσίων ετών που είχε γίνει ένα με την κοινωνία.

Το οθωμανικό παλαιό καθεστώς έληξε με την κατάργηση του σώματος των Γενιτσάρων. Στα επόμενα περίπου είκοσι χρόνια, ο Μαχμούτ Β΄ ασχολήθηκε με το να οικοδομήσει γρήγορα το κράτος και τη χώρα που είχε στο μυαλό του, ώστε να σώσει την αυτοκρατορία. 

Παίρνοντας ως παράδειγμα τις ευρωπαϊκές χώρες, εφάρμοσε μια σειρά από στρατιωτικές, γραφειοκρατικές, οικονομικές και νομικές μεταρρυθμίσεις υπό ένα καθεστώς εκτάκτου ανάγκης και έθεσε τέρμα στο παλαιό καθεστώς μαζί με τους θεσμούς του και την κουλτούρα του. 

Αφού δεν είχε μείνει πια καμία δύναμη που να μπορεί να εναντιωθεί στο κράτος, αυτό όριζε πια μόνο του τα δικαιώματα, τις ελευθερίες, ακόμη και την ενδυμασία. 

Τα ευρωπαϊκού στυλ σακάκι και παντελόνι, το φέσι και το κοντό μούσι έγιναν υποχρεωτικά στις κρατικές υπηρεσίες, ενώ οι νέοι που στρατολογούνταν με το ζόρι από την επαρχία για τον σύγχρονο στρατό που είχε αρχίσει να δημιουργείται, στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη αλυσοδεμένοι από τα πόδια για να μην το σκάσουν στον δρόμο.
Ο θάνατος του Αλέξανδρου

Εν τω μεταξύ, στα τέλη του 1825 πέθανε ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος, ο οποίος είχε από την αρχή εναντιωθεί στον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας για να μη θιγεί η εγκαθιδρυμένη μετά τον Ναπολέοντα συντηρητική ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων, και τον θρόνο ανέλαβε ο αδελφός του, του οποίου η οπτική σε αυτό το ζήτημα ήταν τελείως διαφορετική.

Ο Μαχμούτ Β΄ είχε αποξενωθεί από όλους τους ηγέτες και τα κράτη της Ευρώπης, εκτός από την Αυστρία. Το τίμημα ήταν ότι δεν μπορούσε πια να ακολουθεί μια πολιτική εξισορρόπησης της Ρωσίας με την Αγγλία. 

Ειδικά μετά τη σφαγή του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826, είχε δημιουργηθεί μια διεθνής κοινή γνώμη που έντονα ζητούσε να τιμωρηθεί το οθωμανικό κράτος. Η πρώτη δόση αυτής της τιμωρίας υπήρξε η σχεδόν ολοσχερής καταστροφή των στόλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αιγύπτου στο Ναυαρίνο.

Η διάλυση του σώματος των Γενιτσάρων και οι στρατιωτικές και γραφειοκρατικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν δεν είχαν προλάβει να αποδώσουν καρπούς όταν ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια. 

Το κράτος, καθώς τα τελευταία δέκα χρόνια είχε βγάλει από τη μέση όσους αγιάνηδες μπορούσε, χωρίς όμως να δημιουργήσει στη θέση τους κάτι άλλο αποτελεσματικό, και είχε προκαλέσει μεγάλη καταστροφή, δεν κατάφερνε να συγκεντρώσει ένα στρατό που να μπορεί να καταπνίξει την ελληνική εξέγερση.

 Γι’ αυτό, από τη μία, γελοιοποιήθηκε από τους Αλβανούς πολεμάρχους και μισθοφόρους, που δεν είχαν διάθεση να πολεμήσουν εναντίον των Ελλήνων επαναστατών, και από την άλλη βρισκόταν στο έλεος του διοικητή της Αιγύπτου.

Ενώ είχαν έτσι τα πράγματα, το να μπει το 1828 σε πόλεμο με τη Ρωσία το οθωμανικό κράτος, το οποίο στο Ναυαρίνο απώλεσε τον στόλο του και την υποστήριξη του διοικητή της Αιγύπτου, δεν ήταν παρά αυτοκτονία. 

Ωστόσο, όπως βλέπουμε στα αυτοκρατορικά διατάγματα που έγραψε με το ίδιο του το χέρι, ο Μαχμούτ Β΄ προτιμούσε έναν πόλεμο με τη Ρωσία από το να παραχωρήσει την ανεξαρτησία σε υπηκόους του.

Οσο και αν οι Ελληνες πάλεψαν με νύχια και με δόντια για την ανεξαρτησία τους, το 1828 η εξέγερση έχει σε μεγάλο βαθμό καταπνιγεί, τα πιο σημαντικά κέντρα αντίστασης –όπως το Μεσολόγγι και η Αθήνα– έχουν περάσει υπό τον έλεγχο των οθωμανικών δυνάμεων, και σε πολλές περιοχές οι εξεγερμένοι έχουν ζητήσει έλεος από το κράτος. 

Αν το 1828 δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος, και αν τον Αύγουστο του 1829 οι Ρώσοι δεν είχαν καταλάβει την Αδριανούπολη απειλώντας άμεσα τον οθωμανικό θρόνο, ο Μαχμούτ Β΄, ο οποίος είχε αντισταθεί μέχρι τέλους στις υπέρ των Ελλήνων παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν θα αποδεχόταν με τίποτα την ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και οι συγκρούσεις θα είχαν με κάποιον τρόπο συνεχιστεί.

Σήμερα, η συμβολή της Ρωσίας στην ελληνική ανεξαρτησία δεν είναι κάτι που τονίζεται στην κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφία. Βέβαια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ακόμη και χωρίς τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, αργά ή γρήγορα οι Ελληνες, όπως και όλα τα άλλα έθνη που αποσχίστηκαν από την αυτοκρατορία, θα είχαν ιδρύσει το δικό τους έθνος-κράτος, απλώς όχι εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Η επανάσταση των Νεότουρκων και ο Κεμάλ


1919. Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα στην προκυμαία της Σμύρνης. Οι Τούρκοι εθνικιστές είχαν πολλούς εχθρούς, τις μεγαλύτερες μάχες όμως τις έδωσαν κατά του Ελληνικού Στρατού. (Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ)

Το δεύτερο «reset» ξεκίνησε με την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 και κατέληξε σε μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές και μετασχηματισμούς που έχουν δει ποτέ αυτά τα χώματα. 

Επειτα από τρεις μεγάλους πολέμους, μια σειρά από σφαγές και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, η πολύγλωσση, πολυθρησκευτική, πολυεθνοτική Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε παρελθόν και στα χώματα της Ανατολίας ιδρύθηκε το τουρκικό έθνος-κράτος υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του «ενός ανδρός» του δεύτερου «reset».

Το συνταγματικό καθεστώς, που ξεκίνησε με μεγάλες ελπίδες τον βίο του μετά το 1908, κατέληξε σε αποτυχία, ως αποτέλεσμα της αφροσύνης που έδειξαν όχι μόνο η ηγεσία των Νεότουρκων αλλά και οι ηγεσίες όλων των κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας, λόγω επίσης των επεμβάσεων των βαλκανικών κρατών –που πρόσφατα είχαν κερδίσει την ανεξαρτησία τους από την Αυτοκρατορία– για να διευρύνουν τα εδάφη τους και των ιμπεριαλιστικών παιχνιδιών της Αγγλίας.

Το οθωμανικό κράτος είχε βγει από τους Βαλκανικούς Πολέμους σε άθλια κατάσταση· έχοντας με δυσκολία ξανακερδίσει από τους Βουλγάρους την Αδριανούπολη κι έχοντας χάσει το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών εδαφών του, είχε περιοριστεί στην Ανατολία. 

Ενώ είχαν έτσι τα πράγματα, η ενέργεια των Νεότουρκων, που θεώρησαν ως λύση για την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας το να βάλουν με το ζόρι τη χώρα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακολουθώντας τη Γερμανία, ήταν κυριολεκτικά αυτοκτονία. Από την άλλη, ο πόλεμος αυτός εξασφάλισε και τις κατάλληλες συνθήκες για να απαλλαγεί το κράτος από τον χριστιανικό πληθυσμό της Ανατολίας, την πολυπληθέστερη ομάδα που περιόριζε το πεδίο κυριαρχίας του.

Οι Νεότουρκοι δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το «reset» που είχαν ξεκινήσει. Τον Νοέμβριο του 1918, τα υψηλόβαθμα στελέχη του Κομιτάτου Ενωσης και Προόδου εγκατέλειψαν κακήν κακώς τη χώρα, που εξαιτίας τους είχε γίνει ερείπια. 

Μετά την κατάληψη από τις δυνάμεις της Αντάντ της πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης, και διαφόρων περιοχών της Ανατολίας, οι Τούρκοι εθνικιστές ξεκίνησαν στην Ανατολία ένα κίνημα εθνικής απελευθέρωσης. 

Η Ελλάδα, που κατέλαβε τη Σμύρνη και την περιοχή της, ήταν μόνο ένας από τους εχθρούς, αλλά σε αυτό τον αγώνα, που στην τουρκική ιστοριογραφία ονομάζεται Πόλεμος της Απελευθέρωσης, οι μεγαλύτερες και αποφασιστικότερες μάχες δόθηκαν εναντίον του ελληνικού στρατού.

Κι ενώ ακριβώς εκατό χρόνια αργότερα Τούρκοι και Ελληνες έρχονταν πάλι αντιμέτωποι σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου, η Ρωσία αυτή τη φορά πήρε το μέρος των Τούρκων. Στη Ρωσία, λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν πάρει την εξουσία οι κομμουνιστές, οι οποίοι θεώρησαν και στρατηγικά και ηθικά σωστό να υποστηρίξουν την Τουρκία, που στα μάτια τους βρισκόταν υπό ιμπεριαλιστική κατοχή.

Η σοβιετική Ρωσία, η οποία δικαίως έβλεπε την Αγγλία πίσω από τον ελληνικό στρατό που προέλαυνε προς το εσωτερικό της Ανατολίας, υποστηρίζοντας τους Τούρκους εθνικιστές κράτησε μακριά από τα νοτιοανατολικά σύνορά της την Αγγλία, αποτρέποντας έτσι το άνοιγμα ενός επιπλέον μετώπου εναντίον της κομμουνιστικής επανάστασης.

Σύμφωνα με τα επίσημα σοβιετικά στοιχεία, κατά τη διάρκεια του πολέμου η Ρωσία δώρισε στο τουρκικό εθνικό κίνημα εκατοντάδες κιλά χρυσό, δεκάδες χιλιάδες τουφέκια, εκατοντάδες πολυβόλα, εκατομμύρια σφαίρες και βλήματα. 

Πρώτος απ’ όλους ο ηγέτης του κινήματος, ο Μουσταφά Κεμάλ, τόνισε με τα παρακάτω λόγια ότι χωρίς τη ρωσική υποστήριξη ο πόλεμος δεν θα είχε στεφθεί με επιτυχία: «Αν δεν υπήρχε η υποστήριξη της Ρωσίας, η νίκη της νέας Τουρκίας επί των εισβολέων θα είχε μπορέσει να επιτευχθεί μόνο με ασύγκριτα μεγαλύτερες απώλειες ή ίσως και να μην είχε καταστεί δυνατή. 

Η Ρωσία πρόσφερε στην Τουρκία και ηθική και υλική βοήθεια, και θα είναι έγκλημα να ξεχάσει το έθνος μας αυτή τη βοήθεια». Δεν μπόρεσα να βρω την πηγή αυτού του αποσπάσματος, που βρίσκεται στην ιστοσελίδα της πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Τουρκία, αλλά το Μνημείο της Δημοκρατίας στην πλατεία Ταξίμ δεν αφήνει κανένα λόγο να αμφιβάλλουμε για την ακρίβεια αυτών των φράσεων. 

Το ότι στο μνημείο που τοποθετήθηκε στο Ταξίμ, την πιο κεντρική πλατεία της Κωνσταντινούπολης, το 1928, ενώ ο Ατατούρκ ήταν ακόμα εν ζωή, ακριβώς πίσω από το άγαλμα του Ατατούρκ βρίσκονται τα αγάλματα των μπολσεβίκων στρατηγών Βοροσίλοφ και Φρούνζε, που κατά τη διάρκεια του πολέμου έφεραν βοήθεια στην Ανατολία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκφραση της προσωπικής ευγνωμοσύνης του ηγέτη του εθνικού αγώνα για τη ρωσική υποστήριξη.


1914. Ο Σεΐχης-ουλ Ισλάμ κηρύσσει την τζιχάντ κατά των απίστων, συμβάλλοντας, μεταξύ άλλων, και στο πνεύμα των γενοκτονικών πολιτικών που ακολούθησαν οι Νεότουρκοι. (Φωτ. SHUTTERSTOCK)

Ετσι, Ελληνες και Τούρκοι βιώνουν την ιδιορρυθμία να έχουν διεξαγάγει τους πολέμους απελευθέρωσής τους –δηλαδή τα ιδρυτικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας τους– οι μεν εναντίον των δε και αντιστρόφως, με διαφορά εκατό ετών και, επιπλέον, και τα δύο αυτά ιδρυτικά γεγονότα να έχουν ευοδωθεί χάρη στην επέμβαση της Ρωσίας.

Στα επόμενα περίπου δεκαπέντε χρόνια, ο Ατατούρκ υλοποίησε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις για να δημιουργήσει την Τουρκία που είχε στο μυαλό του, κάτω από διαρκείς συνθήκες εκτάκτου ανάγκης και εξοντώνοντας βήμα προς βήμα την εναντίον του αντιπολίτευση.

Η οθωμανική δυναστεία εξορίστηκε και εγκαθιδρύθηκε δημοκρατία, ο θεσμός του χαλιφάτου καταργήθηκε, οι γυναίκες μπόρεσαν να συμμετάσχουν σε όλους τους τομείς της ζωής και μάλιστα χωρίς να καλύπτονται όπως επιτάσσει το Ισλάμ, το αραβικό αλφάβητο αντικαταστάθηκε από το λατινικό κ.λπ.· ο Ατατούρκ έκανε όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις, που προκάλεσαν κυριολεκτικά μια αλλαγή πολιτισμού, ξεριζώνοντας το παλιό με τη βία, και όχι επειδή το ζητούσε η κοινωνική βάση.
Η κατεδάφιση της δημοκρατίας από τον Ερντογάν

Το τρίτο μεγάλο «reset» ξεκίνησε με την προσπάθεια, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010, του ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), που πήρε την εξουσία με τις εκλογές του 2002, και του ηγέτη του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να καταργήσουν τη δημοκρατία. 

Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση της κατεδάφισης, κατά την οποία, υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, καταργούνται οι θεσμοί και οι συμβάσεις του παλαιού καθεστώτος.

Δεν είναι ακόμα σαφές αν το ΑΚΡ θα μπορέσει να τελειώσει το «reset» που ξεκίνησε ή όχι, και τι είδους Τουρκία θα έχει διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα αυτού. Αυτή τη στιγμή, το αυταρχικό καθεστώς, στο οποίο τα δικαιώματα και οι ελευθερίες ορίζονται κατά το δοκούν από έναν μόνο άνθρωπο, σπρώχνει τη χώρα προς ένα δυστοπικό μέλλον. 

Το ότι ούτε στο κράτος ούτε στην πολιτική υπάρχει μια αξιοσημείωτη δύναμη που να μπορεί να σταματήσει ή να εξισορροπήσει αυτή την πορεία καθιστά δυνατή την εξέλιξη αυτού του καθεστώτος σε ολοκληρωτικό. Το αν το ΑΚΡ θα το καταφέρει τελικά αυτό ή όχι, θα το δούμε τα επόμενα χρόνια.

Την απώλεια της αυτοδυναμίας από το ΑΚΡ στις εκλογές του Ιουνίου 2015 ακολούθησε μια περίοδος τρομοκρατίας με βομβιστικές και ένοπλες επιθέσεις. 

Ηταν μια περίοδος «δόγματος του σοκ», που κράτησε έως την εξασφάλιση της αυτοδυναμίας από το ΑΚΡ και την εμπέδωση της εξουσίας του Ερντογάν και που είχε ως αποτέλεσμα να εξουδετερωθεί η κοινωνική αντιπολίτευση. 

Στη συνέχεια, με τα γεγονότα της 15ης-16ης Ιουλίου 2016, ο Ερντογάν έκανε εκκαθαρίσεις σε όλες τις βαθμίδες του κράτους από τις εστίες δύναμης που απειλούσαν άμεσα την εξουσία του και κυρίως από τους γκιουλενιστές. 

Επιπλέον, με το προεδρικό σύστημα που τέθηκε σε εφαρμογή το 2018, η Βουλή κατέστη μη λειτουργική και ο Ερντογάν άρχισε να κυβερνάει τη χώρα με διατάγματα, ανεξέλεγκτος και χωρίς να λογοδοτεί πουθενά.

Το συμβολικό γεγονός της αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος που επιβάλλει βήμα βήμα ο Ερντογάν υπήρξε η επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τζαμιού. Με αυτή την επιθετική πρωτοβουλία, ο Ερντογάν θέλησε, ακυρώνοντας την προσωπική απόφαση του Ατατούρκ, δηλαδή του ημίθεου ιδρυτή της Παλιάς Τουρκίας, να μετατρέψει σε σύμβολο, με τον πιο πομπώδη τρόπο, τη ρήξη με το παρελθόν.

Και οι τρεις αλλαγές πολιτισμικού παραδείγματος έγιναν, γίνονται, όχι λόγω ενός σοβαρού αιτήματος της κοινωνικής βάσης, αλλά από τα πάνω, με την επιβολή από έναν αποφασισμένο άνδρα, βίαια. Η κοινωνία εξαναγκάζεται να ζήσει το όνειρο αυτών των αποφασισμένων ανδρών, αλλά αυτά τα όνειρα γίνονται εφιάλτες για κάποια κομμάτια της κοινωνίας.

Διαβάζουμε στα ΜΜΕ ότι και τα πιο μικρά ζητήματα απαιτούν πλέον την έγκριση του Ερντογάν και ότι οι προς υπογραφή φάκελοι στο γραφείο του φτάνουν στο ύψος δεν ξέρω πόσων ανθρώπων. 

Είδαμε όμως στις τοπικές εκλογές του 2019 ότι, ακόμα κι έτσι, ο Ερντογάν δεν μπορεί να πει «εγώ είμαι το κράτος». Το ότι το ΑΚΡ δεν κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, παρ’ όλες τις ανενδοίαστες επεμβάσεις, έδειξε ότι ο Ερντογάν δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από ένα ορισμένο σημείο.

Σενάρια πολέμου

Γράφτηκε εκτενώς το καλοκαίρι του 2020, από ανθρώπους που παρακολουθούν στενά την τουρκική πολιτική, ότι ο Ερντογάν, που στις συνθήκες της πανδημίας πιεζόταν πολύ και η εκλογική του βάση φυλλορροούσε, ήθελε να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια με μια ελεγχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση κι ότι ακόμα κι ένας πόλεμος μιας ημέρας θα αρκούσε για να εγκαθιδρύσει μια κανονικότατη δικτατορία. 

Δηλαδή, σύμφωνα με αυτά τα σενάρια, τα δυνητικά (καθώς δεν είναι γνωστό αν υπάρχουν ή όχι, πόσα είναι, πότε θα μπορέσουν να εξαχθούν κι αν συμφέρει οικονομικά να γίνει αυτό) ενεργειακά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου, το θέμα της υφαλοκρηπίδας ή η Κύπρος δεν θα ήταν ο πραγματικός λόγος μιας πιθανής σύγκρουσης, αλλά μόνο μια πρόφαση.

Παρότι αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν δείχνει να ψάχνει στις κουρδικές περιοχές το «Μεγάλο Πρόσχημα» που χρειάζεται, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι θα γίνει από εδώ και στο εξής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αν η Ελλάδα θα παίξει ή όχι ρόλο και στο τρίτο «reset». 

Ωστόσο, αν ένα όφελος της ενασχόλησης με την Ιστορία είναι το να αντιλαμβάνεσαι τα μοτίβα που κάνουν ρίμες, το να κοιτάξουμε την Ιστορία μπορεί να είναι μια ωφέλιμη άσκηση. 

Για παράδειγμα, ένα από αυτά τα μοτίβα είναι πως η ανθρωπότητα μπαίνει διαρκώς σε κύκλους αυτοκαταστροφής. Ακριβώς όπως είχε γίνει και πριν από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, έχει αρχίσει να συσσωρεύεται υπερβολικά πολλή ενέργεια πάνω στα ρήγματα της παγκόσμιας πολιτικής.

Οι απογοητεύσεις που γεννάει ο καπιταλισμός δίνουν πάλι ώθηση σε ακραίους πολιτικούς και πολιτικές στις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Η παγκόσμια πολιτική αλλάζει πιο γρήγορα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της Ιστορίας. 

Η Τουρκία του Ερντογάν, που εν μέσω του τρίτου «reset» κατάφερε με «πολύ κόπο» να αποξενώσει και τους γείτονές της και ένα σημαντικό μέρος της Δύσης, ψάχνει τη θέση της σε αυτόν τον γρήγορα μεταβαλλόμενο κόσμο. Ομως αυτό δεν το κάνει έχοντας από πίσω μια στρατηγική ή μια σοβαρή σκέψη· το κάνει ψηλαφιστά και με σπασμωδικές κινήσεις. 

Πόσες φορές τυφλωμένοι και άφρονες κυβερνήτες δεν έφεραν την Τουρκία στο χείλος της καταστροφής! Το μοτίβο της αυτοκτονίας υπάρχει στην ιστορία αυτού του κράτους· ας ελπίσουμε, για το καλό όλων των λαών της περιοχής, ότι δεν θα είναι η μοίρα του.

(Μετάφραση από τα τουρκικά: Ηλιάνα Μορώνη)

* Ο κ. Σουκρού Ιλιτζάκ είναι διδάκτωρ Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Η διατριβή του εξετάζει την Ελληνική Επανάσταση ως μια οθωμανική εμπειρία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου