ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΙΘΡΙΔΑΤΙΣΜΟΣ ΕΝΟΨΕΙ ΑΜΕΣΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ;
Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών
Η ελληνική κοινωνία εκλαμβάνει τις εμπρηστικές δηλώσεις της Τουρκίας ως «άκοπους και φθηνούς λεονταρισμούς», θεωρώντας (εσφαλμένως) ότι δεν εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο για τα εθνικά συμφέροντα αλλά προορίζονται για «εσωτερική κατανάλωση» εντός του πλαισίου της τουρκικής κοινωνίας.
Η διαρκής ένταση και αντιπαλότητα που επικρατεί στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας –ιδιαίτερα μετά την παράνομη τουρκική στρατιωτική εισβολή και κατοχή τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας για σχεδόν μισό αιώνα–, οι συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων έχουν επιτύχει να φθείρουν τα πατριωτικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, αμβλύνοντας το εθνικό φρόνημα και καλλιεργώντας σε μερίδα του ελληνικού λαού μια τάση αποδοχής των τουρκικών αξιώσεων, προς όφελος δήθεν της οικονομίας, της ασφάλειας και της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο χωρών.
«Κατά μεν το ισχυρόν τους Έλληνας ομοφρονέοντας… χαλεπούς είναι περιγίγνεσθαι και άπασιν ανθρώποισι».
(μτφ: Τους Έλληνες ενωμένους είναι δύσκολο να τους νικήσουν ακόμα και αν συγκεντρωθούν όλοι οι άνθρωποι μαζί)
Ηρόδοτος, αρχαίος Έλληνας Ιστορικός (484 π.Χ.- 425 π.Χ.)
Τις τελευταίες ημέρες παρατηρούμε ένα καταιγισμό επιθετικών δηλώσεων από τους κυριότερους εκπροσώπους του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου της γείτονος χώρας που απειλούν ότι θα έρθουν ένα βράδυ να μας ξυπνήσουν με τις σειρήνες του πολέμου, αγνοώντας ωστόσο ότι ο ελληνικός λαός κατά τις μεταμεσονύχτιες ώρες «επαγρυπνεί» είτε «σερφάροντας» στο διαδίκτυο, είτε παραμένοντας προσκολλημένος στην τηλεόραση και παρακολουθώντας σε επανάληψη «καλλιτεχνικά αριστουργήματα».
Είναι όμως αλήθεια ότι τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η Τουρκία άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με ηπιότερη ένταση, αλλά πάντοτε απροκάλυπτα, εξαπολύει διαρκώς απειλές πολέμου, αμφισβητώντας έμπρακτα την ακεραιότητα των χερσαίων, θαλάσσιων και εναέριων συνόρων της πατρίδας μας, καθώς επίσης και τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα των νησιών του Αιγαίου (όπως είναι η Α.Ο.Ζ. και η υφαλοκρηπίδα) που κατοχυρώνονται ευθέως στην «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας» (Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ).
Επειδή το τεταμένο κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που συντηρείται διαχρονικά με τις απειλητικές ιαχές του θρασύδειλου γείτονα, δεν έχει μετουσιωθεί μέχρι σήμερα σε εχθρική πολεμική ενέργεια, ικανή να ανατρέψει ή να ακυρώσει το υφιστάμενο status quo στο Αιγαίο, έχει οδηγήσει τον ελληνικό λαό στον εθισμό της αδιαφορίας και παθητικότητας, υποτιμώντας την προκλητική στάση της Άγκυρας.
Η Τουρκία, επαναλαμβάνοντας διαρκώς και σε τακτά χρονικά διαστήματα τις πολεμικές της κραυγές και προειδοποιήσεις (τις οποίες πονηρά μέχρι σήμερα δεν υλοποιεί), έχει επιτύχει σε ψυχολογικό επίπεδο την απενεργοποίηση ή έστω την αδρανοποίηση των εθνικών αντανακλαστικών του λαού μας.
Η ελληνική κοινωνία εκλαμβάνει τις εμπρηστικές δηλώσεις της Τουρκίας ως «άκοπους και φθηνούς λεονταρισμούς», θεωρώντας (εσφαλμένως) ότι δεν εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο για τα εθνικά συμφέροντα αλλά προορίζονται για «εσωτερική κατανάλωση» εντός του πλαισίου της τουρκικής κοινωνίας.
Η στρατηγική τακτική της Άγκυρας να αμφισβητεί διαρκώς σε όλα τα διεθνή fora το υφιστάμενο status quo στο Αιγαίο, εκτοξεύοντας επίμονα προς την εκάστοτε πολιτική ηγεσία της χώρας μας αδικαιολόγητες απειλές και συστάσεις, επιχειρώντας μέσω αυτών να εκφοβίσει τον Ελληνικό λαό και να υπονομεύσει την εθνική μας κυριαρχία, της έχει αποφέρει τέσσερα σημαντικά πλεονεκτήματα, αποδυναμώνοντας την διαπραγματευτική θέση της πατρίδας μας.
Πρώτον, το βαθύ Τουρκικό Κράτος υιοθετώντας σταθερά μία επιθετική ρητορική κατά της Ελλάδας επιχειρεί να την δυσφημήσει στην διεθνή πολιτική σκηνή ως «επιτιθέμενη χώρα» η οποία παραβιάζει συνειδητά την Συνθήκη της Λωζάνης (π.χ. η Ελλάδα εξοπλίζει τα νησιά που έπρεπε να ήταν αποστρατικοποιημένα) ενώ παράλληλα η Τουρκία εμφανίζεται ως «απειλούμενη χώρα», φθάνοντας για πρώτη φορά στο εξοργιστικό σημείο να κατηγορήσει την πατρίδα μας για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» στην Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε.
Δεύτερον, έχει επιτύχει να καλλιεργήσει στο διεθνές περιβάλλον το κατάλληλο «διπλωματικό έδαφος» για την προώθηση των τουρκικών συμφερόντων.
Τρίτον, η τουρκική προπαγανδιστική μηχανή επιχειρεί να εξωραΐσει την επιθετικότητα της Τουρκίας πείθοντας τους πολιτικούς κύκλους της Ε.Ε. και της Ευρωατλαντικής συμμαχίας για το «δίκαιο» των ισχυρισμών της Άγκυρας και εξασφαλίζοντας εκ των προτέρων την ευνοϊκή ουδετερότητά τους και πολιτική ίσων αποστάσεων, στην περίπτωση που αποφασίσει να προβεί σε προκλητική επιθετική ενέργεια στο Αιγαίο, όπως είναι π.χ. ο αεροναυτικός αποκλεισμός νησιού ή νησιών από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Τέταρτον, η προσεκτικά σχεδιασμένη και διαρκώς επαναλαμβανόμενη εκ μέρους της Τουρκίας εκδήλωση φραστικών επιθέσεων και αμφισβητήσεων εν σχέσει προς το υφιστάμενο καθεστώς των ελληνοτουρκικών συνόρων διασπείρουν διεθνώς τον ιό της αβεβαιότητας και της γεωπολιτικής αστάθειας στο Αιγαίο καθώς και στην ευρύτερη νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου, με αποτέλεσμα το ΝΑΤΟ να παρακολουθεί αμήχανο τις δύο συμμαχικές χώρες να ανταλλάσσουν λεκτικά πυρά.
Υπό τα δεδομένα αυτά, η ελληνική πολιτική ηγεσία καθίσταται εξαιρετικά επιρρεπής και ευάλωτη σε φορτικές και ισχυρές διπλωματικές πιέσεις για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης («λύση πακέτο» για όλες τις ελληνοτουρκικές διαφορές) προς χάριν της ειρήνης και της σταθερότητας.
Επομένως η Άγκυρα, κάνοντας το άσπρο μαύρο στα ζητήματα των ελληνοτουρκικών διαφορών, αποκομίζει σημαντικούς καρπούς από την επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου που οργανώνει εδώ και δεκαετίες εις βάρος της χώρας μας, αναμένοντας την κεφαλαιοποίηση των γεωπολιτικών της κερδών στην χρονική συγκυρία που η ίδια θα επιλέξει ότι είναι η πιο συμφέρουσα για την επίτευξη των στόχων της.
Συνεπώς η διαρκής ένταση και αντιπαλότητα που επικρατεί στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας –ιδιαίτερα μετά την παράνομη τουρκική στρατιωτική εισβολή και κατοχή τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας για σχεδόν μισό αιώνα–, οι συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων έχουν επιτύχει να φθείρουν τα πατριωτικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, αμβλύνοντας το εθνικό φρόνημα και καλλιεργώντας σε μερίδα του ελληνικού λαού μια τάση αποδοχής των τουρκικών αξιώσεων, προς όφελος δήθεν της οικονομίας, της ασφάλειας και της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο χωρών.
Η σταθερή επιδίωξη της Τουρκίας να αναθεωρήσει την Συνθήκη της Λωζάνης1, η συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η ασταθής γεωπολιτική κατάσταση που δημιουργείται στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και η εκλογική αναμέτρηση του επομένου έτους (στην οποία θα τεθεί υπό έντονη αμφισβήτηση η πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν) έχουν αναβαθμίσει ποιοτικά τον κίνδυνο της τουρκικής απειλής, καθιστώντας λίαν απρόβλεπτη την στάση της Άγκυρας.
Επομένως σύμφωνα με τα πιο πάνω δεδομένα κρίνεται πολύ πιθανό το βαθύ τουρκικό κράτος να επιλέξει (κατά την παρούσα χρονική συγκυρία) την πρόκληση θερμού πολεμικού επεισοδίου με την Ελλάδα, αποσπώντας την προσοχή του τουρκικού λαού από τα καθημερινά προβλήματα επιβίωσής του και εξυπηρετώντας παράλληλα τους μακρόπνοους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας.
Από την θέση αυτή απευθύνουμε προς την κυβέρνηση τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα ως προς τα οποία καλείται να δώσει άμεσες, σαφείς και πειστικές απαντήσεις, ενημερώνοντας επαρκώς τον ελληνικό λαό που οφείλει να γνωρίζει τον τρόπο διαχείρισης ενός θερμού ελληνοτουρκικού επεισοδίου:
Α) Στην περίπτωση που εκδηλωθεί στρατιωτική επιθετική ενέργεια η ελληνική κυβέρνηση προτίθεται να δώσει το «πράσινο φως» στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων ώστε να υπάρξει ισοδύναμη απάντηση που θα διασφαλίζει την προστασία των ζωτικών συμφερόντων της χώρας μας ή το σύνθημα «νταηλίκια γιοκ με την Ελλάδα» λειτουργεί εν είδει φραστικού πυροτεχνήματος που αποσκοπεί να θαμπώσει το ελληνικό ακροατήριο των υπνωτισμένων πολιτών;
Β) Η ελληνική κυβέρνηση θα επιλέξει να μην απαντήσει στρατιωτικά (φοβούμενη μια γενικότερη ανάφλεξη), προκρίνοντας την οδό της διπλωματίας με τις Βρυξέλλες και το ΝΑΤΟ, διακινδυνεύοντας όμως την δημιουργία πολεμικών τετελεσμένων που θα επηρεάσουν αρνητικά (για την Ελλάδα) την έκβαση των συνομιλιών και διαπραγματεύσεων;
Γ) Η ελληνική κυβέρνηση υπό την ασφυκτική πίεση του διεθνούς παράγοντα προτίθεται να παραπέμψει το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, συνυπογράφοντας συνυποσχετικό με την Άγκυρα στο οποίο θα περιλαμβάνονται όλες οι εξωφρενικές τουρκικές αξιώσεις μεταξύ των οποίων και η αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ο περιορισμός του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου και ο καθορισμός της «αμφισβητούμενης κυριαρχίας νησίδων και βραχονησίδων»;
Δ) Στην περίπτωση της καταφατικής απαντήσεως στα ερωτήματα Β και Γ εγείρεται το τελευταίο και εξίσου καθοριστικό ερώτημα:
Για ποιον λόγο ο Ελληνικός λαός να συντηρεί και να εξοπλίζει με το υστέρημά του τις ένοπλες δυνάμεις, εφόσον αυτές δεν σκοπεύουν στην εκπλήρωση της υψηλής αποστολής τους, προασπίζοντας αποφασιστικά την εθνική ακεραιότητα και αξιοπρέπεια της πατρίδας μας;
Στην απευκταία περίπτωση που εκδηλωθεί τουρκική επιθετική ενέργεια εις βάρος της πατρίδας μας, ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού θα αιφνιδιαστεί απόλυτα, καθόσον θα έχει εγκλωβιστεί στην μακροχρόνια και αριστοτεχνική ψυχολογική τακτική της Άγκυρας που εξουδετέρωσε βαθμιαία τα πατριωτικά του αντανακλαστικά, παραπλανώντας τον, ότι δεν θα προβεί ποτέ στην υλοποίηση των απειλών της.
Αν ο ελληνικός λαός εφησυχάζει ζώντας αμέριμνος επειδή ελπίζει σε συμμαχική υποστήριξη, τότε πλανάται πλάνην οικτράν. Μόλις πυροδοτηθεί η εμπόλεμη σύρραξη τα συμμαχικά χαμόγελα θα παγώσουν, οι υποσχέσεις θα εξαφανιστούν και θα επικρατήσουν τα ψυχρά απρόσωπα, στρατηγικά συμφέροντα και οι γεωπολιτικές σκοπιμότητες των ισχυρών της γης.
Τότε θα «πέσουν οι τσίμπλες» από τα μάτια του ελληνικού λαού που θα αντιληφθεί (αλλά τότε θα είναι πολύ αργά για δάκρυα) ότι μόνο με ισχυρές, αξιόμαχες και καλά στελεχωμένες ένοπλες δυνάμεις και με την σφυρηλάτηση πνεύματος εθνικής ομοψυχίας και ενότητας μεταξύ του λαού αντιμετωπίζεται επιτυχώς ο τουρκικός επεκτατισμός.
Ο Βασιλιάς του Πόντου, Μιθριδάτης Στ΄ ο Ευπάτωρ (132 π.Χ.-63 π.Χ.) χορηγούσε καθημερινά στον εαυτό αυξανόμενες μη θανατηφόρες δόσεις δηλητηρίου με σκοπό να αποκτήσει ο οργανισμός του ανοσία και να είναι προστατευμένος στην περίπτωση που εκδηλωνόταν δολοφονική επίθεση εναντίον του, με την χρήση δηλητηρίου.
Κατ’ ανάλογο τρόπο κατά την διάρκεια των τελευταίων σαράντα ετών, η Τουρκία έχοντας αναλάβει «τον ρόλο του Μιθριδάτη», επί τη βάσει ενός καλά οργανωμένου και μελετημένου σχεδίου (με την ανοχή της άρχουσας ελληνικής πολιτικοοικονομικής ελίτ) χορηγεί σε μικρές δόσεις στον ελληνικό λαό το «δηλητήριο» του θερμού πολεμικού επεισοδίου (φραστικές επιθέσεις, αυστηρές προειδοποιήσεις, πολεμικές ιαχές, αμφισβητήσεις, συνεχείς παραβιάσεις εθνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου, απειλή casus belli), προκαλώντας την «ανοσία» των αμυντικών μας αντανακλαστικών απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, ώστε μόλις εκδηλωθεί η εξ Ανατολών επιθετική ενέργεια, οι εθνικές μας αντιστάσεις να έχουν πλήρως εκμηδενιστεί.
Ενόψει του υπαρκτού και διαρκώς αυξανόμενου τουρκικού κινδύνου που υπονομεύει και απειλεί ευθέως την εθνική κυριαρχία και τα ζωτικά κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας, επιβάλλεται για την αντιμετώπισή του η διαρκής εγρήγορση και ετοιμότητα ολοκλήρου του ελληνικού λαού που καλείται να συνειδητοποιήσει την αδυσώπητη πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παύοντας να θεωρεί εσφαλμένα ότι οι απειλές της Τουρκίας παραμένουν μόνο ρητορικές.
Ο Ελληνικός λαός γνωρίζοντας την νεο-οθωμανική μπαμπεσιά και υποκρισία του σουλτάνου Ερντογάν και της αυλής του και αντλώντας δύναμη και κουράγιο από τα ιερά νάματα των ηρωικών αγώνων του Έθνους, οφείλει να παραμείνει ακοίμητος φρουρός στις επάλξεις του αγώνα για την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας της πατρίδας μας, αποκρούοντας σθεναρά και με πνεύμα αυτοθυσίας και αυταπάρνησης κάθε ιταμή πρόκληση και επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας, αποδεικνύοντας ότι είναι αντάξιος της ένδοξης Ιστορίας του.
Την ίδια αγέρωχη και αδούλωτη στάση οφείλει να τηρήσει απέναντι σε κάθε φωνή του εξωτερικού αλλά και σε κάθε «πρόθυμη» εγχώρια ελληνική φωνή που θα τον προτρέπει σε γενική συνθηκολόγηση, χάριν δήθεν της ευρύτερης ειρήνης και γεωπολιτικής ασφάλειας, με προφανή όμως ανυπολόγιστη ζημία των εθνικών συμφερόντων.
Καλό είναι πάντοτε να θυμόμαστε ότι η Ελλάδα δεν ανήκει σε εμάς τους μεγαλύτερους αλλά την έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας και βαρυνόμαστε με την ιστορική ευθύνη και την εθνική υποχρέωση να την παραδώσουμε σε αυτά περήφανη, ακέραιη και αξιοπρεπή.
ΥΓ: Η ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σαφώς συνδέεται (στην πνευματική σφαίρα) με το ανίερο συλλείτουργο της Θάσου, όπου ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος Ιερώνυμος συμπροσευχήθηκε και συλλειτούργησε με τον βάναυσο και συστηματικό καταπατητή των Ιερών Κανόνων, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο και με τον ψευδοεπίσκοπο Κιέβου Επιφάνιο (αχειροτόνητος λαϊκός, στερούμενος αποστολικής διαδοχής που ενδύεται τα ιερά άμφια, εμπαίζοντας τον Θεό και το Μυστήριο της Ιεροσύνης).
Η Ευχαριστιακή Κοινωνία της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας με το σχίσμα και την αίρεση αποτυπώνει εναργέστατα την άθλια πνευματική κατάσταση που επικρατεί στις τάξεις του κλήρου (πλην ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων) και του λαού.
Ως εκ τούτου η ενδεχόμενη (και πάντοτε απευκταία) εκδήλωση τουρκικής επιθετικής ενέργειας δύναται να εκληφθεί και ως πνευματικό επιτίμιο του Αγίου Τριαδικού Θεού για την πρωτοφανή αποστασία του άλλοτε περιούσιου λαού Του.
1 Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης που υπογράφτηκε στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τρίτες χώρες που είχαν λάβει μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθόρισε τα σύνορα του σύγχρονου τουρκικού κράτους.
Με την συνθήκη της Λωζάνης η Τουρκία απέκτησε πλήρη εθνική κυριαρχία στην Ανατολική Θράκη μαζί με το Καραγάτς, στα νησιά Ίμβρο και Τένεδο (η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων των νησιών ήταν Έλληνες), μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, ενώ το καθεστώς των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων παρέμεινε διεθνοποιημένο και αποστρατικοποιημένο. (Με την μεταγενέστερη συνθήκη του Μοντρέ (1936) παραχωρήθηκε ο πλήρης έλεγχος των Στενών στην Τουρκία).
Τα σχετικά οφέλη που προέκυψαν για την στρατιωτικά ηττημένη και διπλωματικά παραγκωνισμένη Ελλάδα της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν η de jure αναγνώριση της εθνικής κυριαρχίας στα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Λήμνο και Σαμοθράκη. Για τα Δωδεκάνησα δεν υπήρξε καμία πρόνοια ή συμφωνία, αφού η κατοχή τους συνεχιζόταν από την Ιταλία.
Επίσης η Τουρκία παραιτήθηκε των αξιώσεών της α) να υποχρεωθεί η Ελλάδα στην καταβολή υπέρογκης πολεμικής αποζημίωσης β) να απομακρυνθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το τουρκικό έδαφος και γ) να διενεργηθεί δημοψήφισμα στην Δυτική Θράκη προκειμένου να αποφανθεί ο τοπικός πληθυσμός αν επιθυμεί να ζήσει υπό ελληνική ή τουρκική διοίκηση.
Με ιδιαίτερη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών από τις δύο χώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου