Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

ΟΤΑΝ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΕΛΕΓΞΟΥΝ ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΥΛΙΚΗΣ ΖΩΗΣ...

Η «ΠΕΡΙΤΕΧΝΗ» ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ


Αργά αλλά σταθερά, οικοδομούνται οι βάσεις για τη μονοπώληση των χρηματαγορών από τα πολύ μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα – τα οποία τότε θα μετατραπούν στους πραγματικούς κυριάρχους του σύμπαντος

Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στο μαγικό κόσμο των τραπεζών και στη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά εκ μέρους τους – στο βασιλικό προνόμιο τους για την έκδοση χρημάτων «ως δια μαγείας» απλά και μόνο με την παροχή δανείων, τονίζοντας πως πάνω από το 90% της ρευστότητας προέρχεται από τις εμπορικές τράπεζες, ενώ λιγότερο του 10% από τις κεντρικές.

Επίσης στην τοκογλυφική τους λειτουργία, στην τραπεζική απάτη, αφού η ΕΚΤ επιτρέπει για κάθε ένα ευρώ που διατηρούν ως εγγύηση σε αυτήν (=κλασματικά αποθεματικά), να παρέχουν 100 € δάνεια – χρεώνοντας τόκους όχι στο 1 € που διαθέτουν, αλλά στα 100 € που δανείζουν, οπότε το επιτόκιο τους είναι κάτι παραπάνω από τοκογλυφικό.

Στα πλαίσια αυτά ένας αναγνώστης μας, αφού γράψαμε πως ευχαρίστως θα απαντάμε σε ερωτήματα που μας τίθενται, αμφισβήτησε την ορθότητα του γεγονότος αυτού, λέγοντας πως εάν ήταν τόσο απλά τα πράγματα, ο καθένας θα άνοιγε μία τράπεζα – ότι η δυνατότητα δηλαδή να κερδίζει κανείς δημιουργώντας χρήματα από το πουθενά είναι πολύ ωραία, για να είναι αληθινή.

Εκτός αυτού πως οι τράπεζες που ήδη υπάρχουν θα δημιουργούσαν εύλογα πάρα πολλά χρήματα για να κερδίσουν όσο περισσότερα μπορούν – οπότε θα προκαλούταν υπερπληθωρισμός, με αποτέλεσμα το προνόμιο τους να καταστρέψει τελικά τόσο το σύστημα, όσο και τις ίδιες.

Όλα αυτά είναι απολύτως λογικά, αλλά εδώ ακριβώς υπεισέρχεται ο σημαντικός ρόλος των κεντρικών τραπεζών – οι οποίες φροντίζουν να παραμένει πολύτιμο το προνόμιο των εμπορικών τραπεζών, μέσω του συντονισμού της διαδικασίας και της πειθαρχίας των συμμετεχόντων.

Υπενθυμίζουμε εδώ πως το τραπεζικό και νομισματικό σύστημα μπορεί να λειτουργεί χωρίς τις κεντρικές τράπεζες – όπως συνέβαινε το 19ο αιώνα και για πολλές δεκαετίες στις Η.Π.Α., όπου όμως υπήρχε αντί μίας κεντρικής τράπεζας ένας τραπεζικός νόμος που έδινε στις μεγάλες τράπεζες της Νέας Υόρκης τη θέση (status) των κεντρικών, καθιστώντας τις άλλες εξαρτημένες από αυτές.

«Ο συντονισμός και η πειθαρχία τώρα όλων των συμμετεχόντων στο τραπεζικό σύστημα, επιτυγχάνεται κυρίως με τις προϋποθέσεις που υπάρχουν για την ίδρυση μίας εμπορικής τράπεζας, οι οποίες είναι στην Ευρώπη οι εξής: (α) Ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο 5 εκ. € (β) Τραπεζίτες στο διοικητικό συμβούλιο (γ) Ελάχιστα αποθεματικά (δ) Μέγεθος και υπόληψη (reputation) (ε) Αναλογία ιδίων κεφαλαίων προς ξένα και (στ) Αποδοχή από τις χρηματαγορές».

Εάν τώρα υποθέσουμε πως καταφέρνει να βρει κανείς τα 5 εκ. € χωρίς να είναι ο ίδιος τραπεζίτης, θα πρέπει να προσλάβει στελέχη για το διοικητικό συμβούλιο, τα οποία θα αναγνωρίζει ο οργανισμός εποπτείας των τραπεζών ως έμπειρα και με διοικητικές ικανότητες (ουσιαστικά δηλαδή να ανήκουν στην «τραπεζική συμμορία», αρχηγός της οποίας είναι η ΕΚΤ στην Ευρώπη) – διαφορετικά δεν επιτρέπεται να ιδρύσει τράπεζα.

Εάν πράγματι τα βρει, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο αφού προστατεύεται πολύ αυστηρά ο κλάδος, τότε είναι σε θέση να ανοίξει μία τράπεζα – οπότε ακολουθούν τα επόμενα βήματα, με το εξής πολύ απλουστευμένο παράδειγμα):

Η ίδρυση μίας τράπεζας

Η καινούργια τράπεζα αγοράζει πορτογαλικά ομόλογα, διαθέτοντας όλο το κατατεθειμένο κεφάλαιο της – άρα συνολικά ομόλογα αξίας 5.000.000 €, τα οποία της αποδίδουν τόκο ύψους 4% ετησίως.

Με τα ομόλογα αυτά ως εγγύηση, λαμβάνει από την ΕΚΤ ένα δάνειο ύψους 5.000.000 €, με βασικό επιτόκιο ίσο με το μηδέν – το οποίο κατατίθεται στο δικό της λογαριασμό στην ΕΚΤ. Εν προκειμένω δημιουργούνται τα πρώτα χρήματα από το πουθενά, τα 5 εκ. € δηλαδή, μέσω της ΕΚΤ.

Περαιτέρω, με το ελάχιστο αποθεματικό ύψους 1% που απαιτεί σήμερα η ΕΚΤ, η τράπεζα μας επιτρέπεται να διαχειριστεί το εκατονταπλάσιο των καταθέσεων της στην ΕΚΤ – άρα 500.000.000 €.

Ως εκ τούτου θα ήταν σε θέση να δανείσει 500.000.000 € σε κάποιον πελάτη της, με επιτόκιο υποθετικά 3% – οπότε από τα νέα χρήματα 5.000.000 € που δημιούργησε μέσω της ΕΚΤ από το πουθενά, θα δημιουργούσε επί πλέον 500.000.000 € από το πουθενά και συνολικά 505.000.000 €.

Εν τούτοις δεν ισχύει κάτι τέτοιο, αφού ο οργανισμός εποπτείας των τραπεζών δεν επιτρέπει ένα τόσο μεγάλο ρίσκο – επειδή εάν ο πελάτης αυτός αδυνατούσε να πληρώσει το δάνειο του, η τράπεζα θα χρεοκοπούσε αμέσως.

Επομένως η τράπεζα μας είναι υποχρεωμένη να βρει όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις ή νοικοκυριά για να δανείσει (=διασπορά ρίσκου) – κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο όταν είναι καινούργια, κυρίως λόγω του ότι δεν την εμπιστεύονται οι δυνητικοί πελάτες της (reputation).

Εκτός αυτού πρέπει να τηρήσει τους κανόνες της αναλογίας των ιδίων κεφαλαίων προς τα ξένα, οι οποίοι υπαγορεύονται από τη συνθήκη της Βασιλείας – την πέμπτη δηλαδή προϋπόθεση που αναφέραμε. Με βάση τους κανόνες αυτούς που θα ισχύουν από το 2019, τα ίδια κεφάλαια της πρέπει να είναι τουλάχιστον 7% σε σχέση με τα πάγια της – με τα 505.000.000 δηλαδή του παραδείγματος μας.

Τα πάγια αυτά σταθμίζονται επί πλέον με κριτήριο το ρίσκο τους, οπότε μπορεί να είναι σημαντικά χαμηλότερα – στην υποθετική περίπτωση που τα δάνεια της τράπεζας μας έχουν δοθεί σε πολλές μικρές και υγιείς επιχειρήσεις ή νοικοκυριά σε σταθερές χώρες (ασφαλώς όχι στην Ελλάδα).

Εάν θεωρήσουμε τώρα πως το σταθμισμένο ρίσκο είναι 100% (όπως στα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α. που όμως αξιολογούνταν με ΑΑΑ – άρα με ελάχιστο ρίσκο μειώνοντας ως εκ τούτου τις ανάγκες ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών και διευκολύνοντας τη μεγάλη τραπεζική απάτη που προκάλεσε την κρίση του 2008) τότε η τράπεζα μας θα χρειαστεί ίδια κεφάλαια 7% για τα 500.000.000 € που έχει δανείσει (τα 5.000.000 € για την αγορά ομολόγων της Πορτογαλίας έχουν μηδενικό σταθμισμένο ρίσκο) – άρα 35.000.000 €. Επειδή τώρα έχει μόνο 5.000.000 €,

(α) είτε θα πρέπει να δανείζει λιγότερα – περί τα 70.000.000 € με 100% σταθμισμένο ρίσκο για να καλύπτουν τα 5.000.000 € το 7%, ή περισσότερα με μικρότερο ρίσκο,

(β) είτε να βρει νέους μετόχους για να αυξήσει τα ίδια κεφάλαια της κατά 30.000.000 €, εκδίδοντας νέες μετοχές – κάτι που δεν είναι εύκολο για μία καινούργια τράπεζα, όσο για μία παλαιότερη.

Υποθετικά ξανά η τράπεζα μας καταφέρνει να υπερβεί τα προβλήματα της εμπιστοσύνης και να βρει τα 30.000.000 € νέα κεφάλαια που τις χρειάζονται – οπότε να δώσει δάνεια ύψους 500.000.000 €, θεωρητικά με επιτόκιο 3%.

Εγγράφει επομένως στους λογαριασμούς των πελατών της συνολικά τα 500.000.000 € – όπου το 1% των τόκων το διατηρεί για τυχόν απώλειες (επισφάλειες), το άλλο 1% το προσφέρει στους καταθέτες της για την τοποθέτηση των χρημάτων τους (οι καταθέσεις χρειάζονται για λόγους που έχουμε εξηγήσει στην ανάλυση μας «Η τραπεζική παγίδα», καθώς επίσης στο τέλος του κειμένου) και το τελευταίο 1% παραμένει ως λειτουργικό κέρδος της.

Ως εκ τούτου η τράπεζα μας κερδίζει ετήσια από τους τόκους 5.000.000 €, επί πλέον στα 200.000 € που εισπράττει από τους τόκους 4% των πορτογαλικών ομολόγων.

Εν τούτοις, οι πελάτες δεν αφήνουν τα χρήματα που δανείσθηκαν στο λογαριασμό τους στην τράπεζα μας – αλλά τα χρησιμοποιούν για να πληρώσουν τους προμηθευτές τους ή οτιδήποτε άλλο, εμβάζοντας τα χρήματα σε μία άλλη τράπεζα (εάν οι προμηθευτές είχαν λογαριασμό στην τράπεζα μας, δεν θα υπήρχε πρόβλημα).

Τότε η τράπεζα μας αντιμετωπίζει πρόβλημα, επειδή τα εμβάσματα μεταξύ διαφορετικών τραπεζών διακανονίζονται μέσω των λογαριασμών τους στην κεντρική τράπεζα – λόγω του ότι οι τράπεζες δεν είναι υποχρεωμένες από το σύστημα, όπως όλοι εμείς οι θνητοί, να αποδέχονται λογιστικά χρήματα μίας άλλης τράπεζας και φυσικά δεν το κάνουν.

Με απλά λόγια, οι τράπεζες δέχονται μόνο κεντρικά χρήματα για την πληρωμή τους – δηλαδή είτε μετρητά, είτε καταθέσεις στην κεντρική τράπεζα που είναι εγγυημένες από την ίδια όπως τα μετρητά, ενώ μετατρέπονται αμέσως σε μετρητά.

Εάν λοιπόν οι πελάτες της τράπεζας μας εμβάσουν σε άλλες τράπεζες τα 500.000.000 € που τους δανείσαμε, τότε θα έπρεπε να πληρώσουμε 500.000.000 € – ενώ έχουμε μόνο 5.000.000 € στο λογαριασμό μας στην κεντρική. Επομένως,


(α) είτε θα πρέπει να δηλώσουμε αδυναμία πληρωμής, επειδή δεν είμαστε σε θέση να εμβάσουμε τα 495.000.000 € που δημιουργήσαμε από το πουθενά,

(β) είτε να απευθυνθούμε στις χρηματαγορές για να δανεισθούμε το ποσόν – κάτι που είναι μεν απλό για μία τράπεζα με καλό όνομα και σε καλές εποχές, αλλά πολύ δύσκολο για μία καινούργια, πόσο μάλλον σε κακές εποχές.

Σε καλές εποχές τώρα, μία τράπεζα με καλό όνομα μπορεί να δανειστεί από άλλες χρήματα χωρίς εγγύηση, με ένα χαμηλό επιτόκιο επί του βασικού – οπότε οι χρηματαγορές αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο, με το οποίο οι τράπεζες εξασφαλίζουν τη σωστή λειτουργία του μοντέλου της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά (το 2008 οι χρηματαγορές είχαν παγώσει, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα για ολόκληρη την οικονομία – η οποία θα είχε καταρρεύσει εάν δεν επενέβαιναν οι κεντρικές ως δανειστές ύστατης ανάγκης).

 Εν τούτοις, για μία μικρή και καινούργια τράπεζα αποτελεί ένα σχεδόν ανυπέρβλητο εμπόδιο – αφού κανένας δεν την εμπιστεύεται, οι άλλες τράπεζες δεν θέλουν νέους ανταγωνιστές κοκ.

Εκτός αυτού, ένα δεύτερο μειονέκτημα μίας μικρής τράπεζας είναι το ότι, δεν έχει αρκετούς πελάτες που να διατηρούν λογαριασμό στην ίδια – με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες της να πρέπει να εμβάζουν τα χρήματα που τους παρέχει σε άλλες τράπεζες.

Αντίθετα, στις μεγάλες τράπεζες τα εμβάσματα που εισρέουν από τις άλλες είναι περίπου ίδια, με αυτά που εκρέουν – οπότε στο τέλος της ημέρας, όπου διακανονίζονται πάντοτε οι συναλλαγές μεταξύ των τραπεζών, δεν απαιτούνται, εάν, μεγάλα ποσά, οπότε δεν έχουν ανάγκη να απευθυνθούν στις χρηματαγορές. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται το θέμα των καταθέσεων – υπενθυμίζοντας το στο τέλος του κειμένου (*).

Τέλος, υποθετικά η τράπεζα μας καταφέρνει να δανειστεί από τις χρηματαγορές με επιτόκιο 0,5% αφού το βασικό είναι μηδενικό (ήταν το 2018). Στα πλαίσια αυτά, ο ισολογισμός της στο τέλος του έτους θα ήταν ο εξής: (α) Για τα 5.000.000 € ομόλογα που είχε αγοράσει με επιτόκιο 4% θα εισέπραττε 200.000 €,

(β) Για τα 500.000.000 € που δάνεισε με 3%, το 1% θα το κρατούσε ως αποθεματικό για τις επισφάλειες, το 1% θα το έδινε τόκο στους καταθέτες της και το 0,5% ως τόκο στις χρηματαγορές – οπότε θα δαπανούσε συνολικά 12.500.000 €, (γ) Το 0,5% θα παρέμενε στην ίδια ως κέρδος – άρα 2.500.000 €.

Ως εκ τούτου το ετήσιο μικτό κέρδος της θα ήταν 2.700.000 € επί ιδίων κεφαλαίων 35.000.000 € – άρα 8%. Εάν βέβαια είχε 50.000.000 € καταθέσεις ή ήταν μεγάλη, δεν θα χρειαζόταν να πληρώσει 0,5% ή 2.500.000 € στις χρηματαγορές – οπότε το κέρδος της θα ήταν 5.200.000 € ή 15% επί του κεφαλαίου (επιφυλασσόμενοι πάντοτε για τυχόν αριθμητικά και συνειρμικά λάθη μας).

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, όπως φαίνεται από την ανάλυση η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά δεν αμφισβητείται με την αιτιολογία του συνδρομητή μας – πόσο μάλλον όταν σχετικά πρόσφατα έχει επιβεβαιωθεί επίσημα από την Τράπεζα της Αγγλίας.

Εκτός αυτού από το παραπάνω παράδειγμα φαίνεται καθαρά η ισχύς των μεγάλων και ιδίως των πολύ μεγάλων τραπεζών (too big to fail), απέναντι στις μικρές όσον αφορά το πρώτο και στις κοινωνίες όσον αφορά το δεύτερο – λόγω της οποίας αργά αλλά σταθερά τίθενται οι βάσεις για τη μονοπώληση των χρηματαγορών από τις πολύ μεγάλες τράπεζες, οι οποίες τότε θα μετατραπούν στους πραγματικούς κυριάρχους του σύμπαντος.

*Υπενθύμιση: “Εύλογα αναρωτιέται κανείς, ειδικά εάν είναι τραπεζικός υπάλληλος, γιατί οι τράπεζες αναζητούν καταθέσεις, αφού δεν απαιτούνται για την παροχή δανείων, από τα οποία άλλωστε ζουν.

Πόσο μάλλον όταν δεν τις χρειάζονται ούτε για τα πάγια που αγοράζουν, όπως είναι τα ομόλογα του δημοσίου, από τα οποία κερδίζουν διπλά – αφού τα χρησιμοποιούν αφενός μεν για την κάλυψη των εγγυητικών ποσών στην ΕΚΤ (1 € για κάθε 100 € δάνειο), αφετέρου για να εισπράττουν τόκους (κάτι που έχει απαγορευθεί επίσης στις ελληνικές τράπεζες).

Η αιτία είναι πως, παρά το ότι για το συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα μίας χώρας δεν έχει κανένα νόημα σε ποια τράπεζα καταθέτει κανείς τα χρήματα του, για την εκάστοτε είναι πολύ σημαντικό – όχι όμως για την παροχή δανείων, αλλά για τις μεταξύ τους συναλλαγές.

Για παράδειγμα, όταν αποσύρονται σε μεγάλο βαθμό οι καταθέσεις από την Πειραιώς, οδηγούμενες στην Εθνική, επειδή ίσως οι αποταμιευτές ή οι δανειολήπτες που διατηρούν τα χρήματα τους στους λογαριασμούς τους χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην Πειραιώς, τότε η Πειραιώς αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα.

Αυτό οφείλεται στο ότι, η Πειραιώς πρέπει να εμβάσει τα χρήματα στην Εθνική (ή να τα δώσει σε μετρητά στους καταθέτες, τα οποία όμως δεν δημιουργεί η ίδια από το πουθενά, αλλά τα «αγοράζει» από την ΕΚΤ), επειδή τα χρέη μεταξύ των τραπεζών δεν πληρώνονται με την απλή εγγραφή του ποσού σε κάποιον λογαριασμό.

Με απλά λόγια, οι συναλλαγές των τραπεζών μεταξύ τους δεν διενεργούνται με χρήματα που δημιουργούνται από το πουθενά – αλλά με τα εγγυητικά κεφάλαια που η κάθε τράπεζα διατηρεί στην ΕΚΤ, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι καταθέσεις των πελατών της.

Συνεχίζοντας, οι λογαριασμοί που διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ εξυπηρετούν τις μεταξύ τους εκκαθαρίσεις (Clearing system), οι οποίες γίνονται στο τέλος της ημέρας.

Για παράδειγμα, οι πελάτες της Πειραιώς εμβάζουν χρήματα στην Εθνική για να πληρωθεί κάποιος προμηθευτής τους που διατηρεί εκεί το λογαριασμό του – ενώ το ίδιο συμβαίνει με τους πελάτες της Εθνικής.

Στο τέλος της ημέρας λοιπόν, εκκαθαρίζονται οι συναλλαγές αυτές, με αποτέλεσμα εάν η Εθνική είχε μεγαλύτερες εισροές εμβασμάτων από την Πειραιώς από ότι εκροές προς την Πειραιώς, τότε να πρέπει η Πειραιώς να πληρώσει τη διαφορά στην Εθνική.

Όσο περισσότερα χρήματα όμως οδηγούνται από την Πειραιώς στην Εθνική, τόσο μεγαλύτερες κεφαλαιακές ρεζέρβες χρειάζεται να έχει η Πειραιώς στην ΕΚΤ και τόσο λιγότερες η Εθνική – γεγονός που σημαίνει ότι, η Πειραιώς έχει ανάγκη υψηλότερων καταθέσεων εκ μέρους των πελατών της, συγκριτικά με την Εθνική.

Όταν βέβαια και οι δύο συναλλασσόμενοι, πελάτες και προμηθευτές, διατηρούν το λογαριασμό τους στην ίδια τράπεζα, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα – αφού διενεργούνται απλά συμψηφιστικές εγγραφές μεταξύ τους.

Η απώλεια τώρα των καταθέσεων από μία τράπεζα, την υποχρεώνει να συμπληρώσει τις ρεζέρβες της στην κεντρική με άλλο τρόπο – είτε πουλώντας στοιχεία του ενεργητικού της, είτε δανειζόμενη από την κεντρική, είτε από τις άλλες τράπεζες. Κάτι τέτοιο όμως κοστίζει, αφού είναι αναγκασμένη να πληρώνει τόκους – επομένως, λειτουργεί αρνητικά ως προς την κερδοφορία της, οπότε το αποφεύγει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου