Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Γράφει η Σωτηρία Ορφανίδου
«Ο νεοφιλελευθερισμός μετατρέπει τον πολίτη σε καταναλωτή. Η ελευθερία του πολίτη παραχωρεί τη θέση της στην παθητικότητα του καταναλωτή.
Ο σημερινός ψηφοφόρος ως καταναλωτής, δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την πολιτική, για την ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωση της κοινότητας. Δεν είναι ούτε πρόθυμος ούτε ικανός για συλλογική πολιτική δράση.
Απλώς, αντιδρά παθητικά στην πολιτική με γκρίνια και διαμαρτυρίες, ακριβώς όπως ο καταναλωτής απέναντι στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες με τα οποία δεν είναι ικανοποιημένος»¹.
Αυτά γράφει ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν στο βιβλίο του Ψυχοπολιτική – Ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνολογίες της εξουσίας.
Το φαινόμενο έχει πολλές προεκτάσεις. Αρχικά, ο πολίτης-ψηφοφόρος-καταναλωτής δεν ζητά, παρά μόνο καταναλώνει. Δεν διεκδικεί λύσεις στις πραγματικές ανάγκες του, αλλά καταναλώνει τις έτοιμες «λύσεις» που του προσφέρονται, ακόμη και για προβλήματα που δεν έχει ακόμη αντιμετωπίσει.
Η κουλτούρα της κατανάλωσης και η διαφήμιση αναλαμβάνουν να τον ενημερώσουν για τις νέες ανάγκες και καταφέρνουν να τον πείσουν πως οι ανάγκες αυτές είναι δικές του.
Όπως έχει επισημάνει στο παρελθόν και ο Herbert Marcuse, σε μια προχωρημένη βιομηχανική κοινωνία «ο παραγωγικός μηχανισμός τείνει να γίνει ολοκληρωτικός, με την έννοια ότι καθορίζει ταυτόχρονα τις δραστηριότητες, τις μορφές και τις ικανότητες που απαιτεί η κοινωνική ζωή και τις επιθυμίες και τις ανάγκες των ανθρώπων. Έτσι δεν υπάρχει πια αντίθεση ανάμεσα στην δημόσια και την ιδιωτική ζωή, στις κοινωνικές και τις ατομικές ανάγκες»².
Πράγματι, η αναζήτηση λύσεων και απαντήσεων δεν ξεκινά από μέσα προς τα έξω, δηλαδή από τις ανάγκες που έχει ο εσωτερικός άνθρωπος σύμφωνα με τη φύση του, την ιδιοσυγκρασία του, τη θέση του στον κοινωνικό ιστό κ.λπ., αλλά από έξω προς τα μέσα.
Το πλαίσιο στο οποίο ζει, καθορίζει και αποφασίζει πριν από αυτόν για αυτόν ποιες ανάγκες (θα πρέπει να) έχει και τους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους θα τις καλύψει.
Κατά σύμπτωση, όλοι αυτοί οι τρόποι περιλαμβάνουν την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, η οποία είναι εφικτή μόνον εφόσον ο πολίτης εργαστεί ακόμη περισσότερο και πιο αποδοτικά, ώστε να καταφέρει να εξασφαλίσει τα χρήματα για την κάλυψη των ολοένα αυξανόμενων αναγκών του.
Η ψευδαίσθηση ισχύος, την οποία αισθάνεται ο πολίτης που καταναλώνει, θολώνει την κρίση του κι έτσι δεν συνειδητοποιεί ότι στην πραγματικότητα συναινεί στη δική του υποδούλωση.
Πιστεύει πως δεν είναι ένας εργάτης, ένας βιοπαλαιστής που αγωνίζεται για το ψωμί της καθημερινότητας σε ένα εχθρικό περιβάλλον εκμετάλλευσης, αλλά ένας εργαζόμενος που απολαμβάνει τον σεβασμό του συστήματος και τον θαυμασμό της κοινωνίας, κερδίζοντας με τον κόπο του τα προνόμια που του παρέχει η σύγχρονη αγορά.
Όμως, η πίεση των κατασκευασμένων αναγκών θέτει τον καθημερινό άνθρωπο σε μια ιδιότυπη κατάσταση δουλείας.
«Ο νεοφιλελευθερισμός, ως μια μορφή μετάλλαξης του καπιταλισμού, μετασχηματίζει τους εργάτες σε επιχειρηματίες. […] Σήμερα ο καθένας είναι ένας αυτοεκμεταλλευόμενος εργάτης της δικής του επιχείρησης. Ο καθένας είναι αφέντης και δούλος ταυτόχρονα»³.
Την ιδιαιτερότητα αυτής της ιδιότυπης κοινωνίας ελέγχου επισημαίνει σε άλλο σημείο ο Χαν, λέγοντας:
«Η εξουσιαστική τεχνολογία του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος προσλαμβάνει μια εκλεπτυσμένη, ευλύγιστη, έξυπνη μορφή, η οποία δεν είναι ορατή. Το υποταγμένο υποκείμενο δεν έχει καν συνείδηση της υποταγής του. […] Έτσι, ζει με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας»⁴.
Την ολοκληρωτικού χαρακτήρα εξουσία της σύγχρονης εποχής, που ο Χαν χαρακτηρίζει ως «έξυπνη εξουσία», έχουν επισημάνει αρκετοί συγγραφείς στο πρόσφατο παρελθόν. Ο Ντίνος Δημόπουλος γράφει για τον «Φασισμό με το γελαστό πρόσωπο», ο Σαράντος Καργάκος για «καμουφλαρισμένη δικτατορία», και ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος για «Βελούδινο ολοκληρωτισμό».
Όλοι τους περιγράφουν ένα μοντέλο δημοκρατίας, που όμως περιέχει σχεδόν αδιόρατα στοιχεία ενός σύγχρονου νεοολοκληρωτισμού.
Σήμερα, η δουλεία δεν έχει αλυσίδες, και ο δούλος δεν φορά τρύπια ρούχα, ούτε περιμένει στο τέλος της ημέρας ένα πιάτο κακομαγειρεμένο φαγητό.
Ο σύγχρονος δούλος φορά smartwatch, έχει στο σαλόνι του home cinema, επικοινωνεί με βιντεοκλήσεις και φλερτάρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η δουλεία τον κερνά αρκετή ηδονή, όσο για να τον κρατά στην πλάνη, ενώ η επανάσταση δεν περνά καν από το μυαλό του.
«Η εξαιρετική αποτελεσματικότητά της [εξουσιαστικής τεχνολογίας] βασίζεται στο ότι δρα όχι μέσω απαγορεύσεων και στερήσεων, αλλά μέσω ευχαρίστησης και παροχών. Αντί να δημιουργεί πειθήνιους ανθρώπους, προσπαθεί να τους κάνει εξαρτημένους»⁵.
Όμως, η εκδίκηση της ρηχής ζωής, αταίριαστη με τη φύση του αυθεντικού ανθρώπου, είναι ότι προκαλεί το αναπόφευκτο συναίσθημα της πλήξης, της κενότητας και της θλίψης.
«Στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς της αυτοεκμετάλλευσης στρέφει κανείς την επιθετικότητα μάλλον εναντίον του εαυτού του. Αυτή η αυτοεπιθετικότητα δεν μετατρέπει τον εκμεταλλευόμενο σε επαναστάτη, αλλά σε καταθλιπτικό»⁶.
Όταν ο πολίτης φτάσει, αργά ή γρήγορα, σε υπαρξιακό αδιέξοδο, το σύστημα δεν τον αφήνει μετέωρο. Η «νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική» ασχολείται με την ψυχή του και προάγει την έννοια της αυτοβελτίωσης, ενώ προτείνει διάφορες μεθόδους, με στόχο «να αυξηθούν η αποτελεσματικότητα και η επίδοση». Διότι αυτά τα δύο μεγέθη προβάλλονται ως τα κλειδιά για μια ευτυχισμένη ζωή.
Έτσι, «δεν είναι η επιδίωξη της ευζωίας που ωθεί το άτομο στην αυτοβελτίωση. Η αναγκαιότητα της αυτοβελτίωσης προκύπτει αποκλειστικά από συστημικούς καταναγκασμούς, από τη λογική της ποσοτικοποιημένης επιτυχίας της αγοράς»⁷.
Βιβλία αυτοβελτίωσης, σεμινάρια αυτογνωσίας, τεχνικές, σλόγκαν και διαφημίσεις ρίχνονται όλα στη μάχη για τη θεραπεία του δυστυχισμένου ανθρώπου. Αναζητώντας καλύτερη ζωή, οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις θρησκείες, τους ναούς και τους κανόνες, και στρέφονται πλέον στους σύγχρονους γκουρού του «εὖ ζῆν» και στους life-coaches, ώστε να λάβουν οδηγίες για το πώς να ζήσουν. Οι τελευταίοι ακτινοβολούν ευχαρίστηση, επιτυχία και ισχυρή αυτοπεποίθηση, εγγύηση ότι κατέχουν πολύ καλά το αντικείμενο.
Η ανακούφιση από ενοχές και ευθύνες, καθώς και η επιβολή του χαμόγελου της ευφορίας, αποτελούν τα κύρια εργαλεία συμμόρφωσης του πολίτη που έχει παρεκκλίνει από το συναίσθημα της ικανοποίησης και της αίσθησης αφθονίας, και αντικρίζει σοκαρισμένος την κενότητα του και τη σύγχρονη μορφή δυστυχίας.
Στην εποχή μας οι ιδεολογίες έχουν ξεθωριάσει, ο νεοφιλελευθερισμός εκφράζεται από όλα τα πολιτικά κόμματα, παρότι σε διάφορες παραλλαγές και με διαφορετικές ταμπέλες. Ο πολίτης-ψηφοφόρος καταλαβαίνει ότι η ψήφος του έχει πολύ λιγότερη ισχύ από την ικανότητα κατανάλωσης.
Ως αποτέλεσμα, απαξιώνει την ίδια την εκλογική διαδικασία, αφού ξέρει ότι το πολιτικό σύστημα είναι πιο αδύναμο από το κυρίαρχο οικονομικό.
Αντιμετωπίζει τις εκλογές ως φιέστα με σχεδόν φολκορικά στοιχεία (τέντες, ομπρέλες, περίπτερα, φυλλάδια, χαιρετούρες, κεράσματα, συναυλίες κ.λπ.), και συνήθως ως ευκαιρία για εκδρομή στο χωριό, ενώ άλλοτε ως αδιάφορο ή ανούσιο γεγονός, οδηγούμενος στην άρνηση για την άσκηση του πολιτικού του δικαιώματος. Διαισθάνεται πως είναι πιο ισχυρός μέσα σε ένα εμπορικό, παρά σε ένα εκλογικό κέντρο.
Έτσι, συνεχίζει να επενδύει τον χρόνο και την ενέργειά του εκεί που ξέρει ότι θα πιάσουν τόπο. Εντείνει την προσπάθειά του να εργάζεται και να καταναλώνει, σε έναν αέναο παραγωγικό κύκλο, ώστε να μπορεί να απολαμβάνει την εκτίμηση της κοινωνίας και του συστήματος, και να επωφελείται από τα προνόμια και τα επιδόματα με τα οποία ανταμείβει το κράτος κάθε ευσυνείδητο πολίτη που προσφέρει όλη την ενέργειά του στο σύστημα.
Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα δεν στοχεύει στη δημιουργία πλούτου, αλλά στην αύξηση της ικανότητάς του για κατανάλωση. Γιατί το σύστημα τού υπαγορεύει πως κύρος και ισχύ δεν έχει εκείνος ο οποίος κατέχει πλούτο, αλλά εκείνος που καταναλώνει περισσότερο, εκείνος που πρόθυμα δέχεται να αποτελεί ένα ακόμη κινητήριο γρανάζι αυτού του τεράστιου μηχανισμού.
Το σύστημα τον επιβραβεύει, τον κάνει να αισθάνεται σημαντικό κομμάτι ενός μεγάλου συνόλου, και τον προετοιμάζει για τον Συμμετοχικό Καπιταλισμό του Κλάους Σβαμπ και για τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της ιδιοκτησίας και, κατά συνέπεια, της αυτονομίας και της ιδιωτικότητας.
Εφόσον είναι πλέον κοινό μυστικό ότι οι εθνικές κυβερνήσεις πολύ λίγη εξουσία έχουν μπροστά σε παγκόσμια λόμπι και ιδρύματα, οι Έλληνες πολίτες φαίνεται πως θα αξιοποιήσουν με διάφορους τρόπους την ημέρα των εκλογών, πιθανότατα μακριά από τις κάλπες.
Άλλωστε, αρκετοί από αυτούς αισθάνονται πως είναι πιο σημαντικό να ψηφίσουν για τον νικητή του φετινού Survivor −έστω και επί πληρωμή− παρά για τη μελλοντική κυβέρνηση της χώρας τους.
1
Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, Ψυχοπολιτική – Ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνολογίες της εξουσίας, μτφ.: Βασίλης Τσαλής, εκδ. opera, Αθήνα 2023, σελ. 22, 23.
2
Herbert Marcuse, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, μτφ.: Μπάμπης Λυκούδης, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2022, σελ. 34.
3
Χαν, ό.π., σελ. 15.
4
Ό.π., σελ. 28.
5
Ό.π., σελ. 29.
6
Ό.π., σελ. 17.
7
Ό.π. σ. 49.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου