56ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΝΕΣΤΟ (ΤΣΕ) ΓΚΟΥΕΒΑΡΑ ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ (ΠΤΕ)
Οι τελευταίες ημέρες του Στρατηγού Ερνέστο Τσε Γκεβάρα – Αρχεία C.I.A
Νωρίς το πρωί της 9ης του Οκτώβρη, η ομάδα έλαβε την εντολή να εκτελέσει το Γκεβάρα και τους άλλους συλληφθέντες. Προηγουμένως, ο αρχιστράτηγος Σαντάνα, αρχηγός της 8ης Μεραρχίας, είχε λάβει ξεκάθαρες εντολές να κρατήσει ζωντανούς τους κρατούμενους. Οι στρατιώτες που εμπλέκονταν στην υπόθεση δε γνώριζαν από πού έρχονταν οι εντολές, αλλά ένιωθαν ότι πήγαζαν από τις ύψιστες βαθμίδες.
[Α] Απόσπασμα απ’ το «Ο θάνατος του Τσε Γκεβάρα», εξηγώντας το ρόλο του Ροντρίγκεζ, πράκτορα της CIA υπεύθυνου για τις τακτικές κινήσεις των ομάδων Α και Β:
«Παρόλο που προφανώς ήταν υπό τις οδηγίες της CIA να «κάνει ότι είναι δυνατόν για να τον κρατήσει ζωντανό», ο Ροντρίγκεζ μετέφερε τη διαταγή να εκτελεστεί ο Γκεβάρα από το Βολιβιανό Ανώτατο Στρατηγείο στους στρατιώτες στο Λα Ιγκέρα – ο ίδιος τους συμβούλεψε να μην πυροβολήσουν το Γκεβάρα στο πρόσωπο ώστε τα τραύματα να φαίνονται ως τραύματα μάχης [ώστε να καλύψουν την παράνομη εκτέλεση χωρίς δίκη] – και ενημέρωσε προσωπικά τον Τσε ότι αναμένετο να πεθάνει. Έπειτα από την εκτέλεση, ο Ροντρίγκεζ πήρε το ρολόι Ρόλεξ του Τσε, συχνά επιδεικνύοντας το στους ρεπόρτερς τα επόμενα χρόνια».
Ο Λοχαγός Φράντο έδωσε την εντολή στον υπολοχαγό Πέρες να εκτελεστεί ο Γκεβάρα, κάτι που ο Πέρες δεν ήταν δυνατό να φέρει εις πέρας – έτσι η εντολή δόθηκε στο λοχία Τεράν, της Ομάδας Α. Σε αυτό το σημείο ο Πέρες ρώτησε τον Γκεβάρα εάν επιθυμεί κάτι πριν την εκτέλεση του.
Ο Γκεβάρα απάντησε ότι το μόνο που ήθελε ήταν «να πεθάνει με γεμάτο στομάχι». Ο Πέρες στην συνέχεια τον ρώτησε εάν είναι «υλιστής» ζητώντας να έχει μόνο φαγητό. Ο Γκεβάρα επέστρεψε στην προγενέστερη συμπεριφορά του απαντώντας με ένα «ίσως».
Τότε ο Πέρες τον αποκάλεσε «αξιολύπητο ανθρωπάκι» και έφυγε απ’ το δωμάτιο. Μέχρι τότε, ο λοχίας Τεράν είχε ενισχύσει τη διάθεση του με κάμποσες μπύρες και επέστρεψε στο δωμάτιο όπου ο Γκεβάρα στέκονταν όρθιος, με σταυρωμένα τα χέρια δηλώνοντας: «Ξέρω για ποιο λόγο ήρθες, είμαι έτοιμος». Ο Τεράν, αφού τον κοίταξε για λίγα λεπτά και έπειτα είπε: «όχι, κάνεις λάθος, κάθησε». Έπειτα ο ταγματάρχης έφυγε απ’ το δωμάτιο για μικρό διάστημα.
Ο «Γουίλι», ο κρατούμενος που είχε συλληφθεί μαζί με το Γκεβάρα, κρατούνταν σε ένα μικρό δωμάτιο, λίγα μέτρα μακριά. Την ώρα που ο Τεράν περίμενε έξω προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα του, ο λοχίας Χουόκα εισήλθε και πυροβόλησε τον «Γουίλι».
Ο Γουίλι ήταν κουβανός και σύμφωνα με πηγές ήταν ο υποκινητής των ταραχών των μεταλλορύχων στη Βολιβία. Ο Γκεβάρα άκουσε τον κρότο του πυροβολισμού και για πρώτη φορά φάνηκε να τρομάζει. Ο ταγματάρχης Τεράν επέστρεψε στο δωμάτιο που κρατούνταν ο Γκεβάρα και όταν εισήλθε, ο Τσε στάθηκε όρθιος κοιτώντας τον. Ο Τεράν του είπε να καθήσει αλλά αυτός αρνήθηκε δηλώνοντας: «Αυτό θα το υπομείνω όρθιος».
Ο ταγματάρχης άρχισε να εκνευρίζεται και του επανέλαβε να καθήσει αλλά ο Γκεβάρα δεν απάντησε. Τελικώς, ο Γκεβάρα του είπε: «Να ξέρεις αυτό. Πρόκειται να σκοτώσεις μόνο έναν άνδρα». Ο Τεράν πυροβόλησε μια φορά με την Μ2 καραμπίνα του, χτυπώντας το Γκεβάρα ο οποίος έπεσε με δύναμη στον τοίχο του μικρού χτίσματος.
[Β] Ο πράκτορας της C.I.A. Φελίξ Ροντρίγκεζ, που διέταξε την εκτέλεση του Τσε, έχει δώσει μιά διαφορετική εκδοχή των γεγονότων:
1:30 μ.μ: Η τελευταία μάχη του Τσε λαμβλάνει τέλος στο Κουεμπράδα δελ Γιούρο.
Ο Σιμόν Κούβα (Γουίλι) Σαράμπια, ένας βολιβιανός μεταλλωρύχος, ηγείται της αντάρτικης ομάδας. Ο Τσε τον ακολουθεί και δέχεται πυροβολισμούς στο πόδι αρκετές φορές. Ο Σαράμπια βοηθά τον Τσε να σηκωθεί και προσπαθεί να τον κουβαλήσει μακρυά απ’ τα διασταυρούμενα πυρά. Τον αφήνει στο έδαφος και επιστρέφει στη μάχη. Περικυκλωμένος σε απόσταση λιγότερη από 10 μέτρα, δέχεται συνεχή πυρά από τους καταδρομείς.
Ο Τσε επιχειρεί να ανταποδώσει τα πυρά, αλλά δε μπορεί να κρατήσει σταθερά το όπλο με το ένα χέρι. Δέχεται χτύπημα και πάλι στο δεξί πόδι, το όπλο πετάγεται απ’ το χέρι του και τρυπά ο δεξιός του βραχίονας. Την στιγμή που οι στρατιώτες πλησιάζουν τον Τσε, αυτός φωνάζει: «Μην πυροβολείτε! Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και αξίζω γιά σας περισσότερο ζωντανός παρά νεκρός». Η μάχη τελειώνει περίπου στις 3:30 μ.μ. Ο Τσε συλλαμβάνεται αιχμάλωτος…
Ο Ροντρίγκεζ εισέρχεται στην αίθουσα του σχολείου να ενημερώσει τον Τσε γιά τις εντολές της βολιβιανής στρατιωτικής ηγεσίας. Ο Τσε αντιλαμβάνεται και λέει, «είναι καλύτερα έτσι… Δεν θα έπρεπε ποτέ να συλληφθώ ζωντανός».
Ο Τσε παραδίδει στον Ροντρίγκεζ ένα μήνυμα γιά τη γυναίκα του και το Φιντέλ, αγκαλιάζονται και ο Ροντρίγκεζ εγκαταλείπει το δωμάτιο.
(Μετάφραση – Επιμέλεια: Νικόλαος Μόττας)
Ο Χούλιο Κορτάσαρ για το θάνατο του Τσε: "Δεν ξέρω να γράψω όταν κάτι τόσο με πονά"
Ο αργεντινός συγγραφέας Χούλιο Κορτάσαρ, εξέφρασε σ' αυτή την επιστολή, στον κουβανό ποιητή Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ και τη σύζυγό του Αδελάιδα ντε Χουάν, την αναστάτωση που του προκάλεσε η είδηση του θανάτου του Τσε Γκεβάρα.
Στην Αδελάιδα και τον Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ
Παρίσι, 29 Οκτώβρη 1967
Ρομπέρτο, Αδελάιδα, πολυαγαπημένοι μου,
Χθες επέστρεψα στο Παρίσι από το Αλγέρι. Τώρα μόνο, στο σπίτι μου, είμαι σε θέση να σας γράψω συγκροτημένα· εκεί, χωμένος μέσα σε έναν κόσμο όπου μετρούσε μόνο η δουλειά, άφησα να περάσουν οι μέρες όπως σε έναν εφιάλτη, αγοράζοντας τη μια εφημερίδα μετά την άλλη, χωρίς να θέλω να πειστώ, κοιτάζοντας αυτές τις φωτογραφίες που όλοι έχουμε δει, διαβάζοντας τα ίδια τηλεγραφήματα και μπαίνοντας κάθε ώρα στην πιο σκληρή από τις παραδοχές.
Τότε έλαβα τηλεφωνικά το μήνυμά σου, Ρομπέρτο, και παρέδωσα αυτό το κείμενο που έπρεπε να λάβεις και το οποίο σου ξαναστέλνω εδώ, σε περίπτωση που περάσει καιρός για να το ξαναδείς αφού τυπωθεί, γιατί ξέρω πως είναι οι μηχανισμοί του τηλέτυπου και τι συμβαίνει με τις λέξεις και τις φράσεις. Θέλω να σου πω αυτό: Δεν ξέρω να γράψω όταν κάτι τόσο με πονά, δεν είμαι, δε θα είμαι ποτέ ο επαγγελματίας συγγραφέας έτοιμος να παράγω αυτό που περιμένουν απ' αυτόν, αυτό που του ζητάνε ή αυτό που αυτός ο ίδιος ζητά από τον εαυτό του απελπισμένα.
Η αλήθεια είναι ότι η συγγραφή, σήμερα και απέναντι σ' αυτό, μου φαίνεται η πιο ευτελής από τις τέχνες, ένα είδος καταφυγίου, κρυψίνοιας σχεδόν, η αντικατάσταση του αναντικατάστατου.
Ο Τσε έχει πεθάνει και σε μένα δε μένει κάτι περισσότερο από τη σιωπή, μέχρι ποιος ξέρει πότε· αν σου έστειλα αυτό το κείμενο ήταν γιατί ήσουν εσύ αυτός που μου το ζητούσε, και γιατί ξέρω πόσο αγαπούσες τον Τσε και αυτό που αυτός σήμαινε για σένα.
Εδώ στο Παρίσι βρήκα ένα τηλεγράφημα του Λισάντρο Οτέρο που μου ζητούσε εκατόν πενήντα λέξεις για την Κούβα. Έτσι, εκατόν πενήντα λέξεις, λες και κάποιος θα μπορούσε να βγάλει τις λέξεις από την τσέπη σαν κέρματα. Δεν πιστεύω να μπορούσα να τις γράψω, είμαι άδειος και στεγνός, και θα έπεφτα στη ρητορική.
Και αυτό όχι, πάνω απ' όλα αυτό όχι. Ο Λισάντρο θα μου συγχωρήσει τη σιωπή, ή θα το παρεξηγήσει, δε μ' ενδιαφέρει· σε κάθε περίπτωση εσύ θα ξέρεις αυτό που νιώθω.
Κοίτα, εκεί στο Αλγέρι, περιτριγυρισμένος από ανόητους γραφειοκράτες, μέσα σ' ένα γραφείο όπου συνεχιζόταν η καθημερινή ρουτίνα, κλείστηκα κάποια φορά στο μπάνιο για να κλάψω· έπρεπε να είναι στο μπάνιο, καταλαβαίνεις, για να είμαι μόνος, για να μπορέσω να ξαλαφρώσω χωρίς να παραβιάσω τους ιερούς κανόνες του ευπρεπισμού σ' έναν διεθνή οργανισμό.
Και όλα αυτά που σου διηγούμαι με ντροπιάζουν επίσης γιατί μιλάω για μένα, το αιώνιο πρώτο πρόσωπο ενικό, και αντίθετα αισθάνομαι ανίκανος να πω τίποτα γι' αυτόν. Το βουλώνω λοιπόν.
Έλαβες, ελπίζω, το τηλεγράφημα που σου έστειλα πριν από το μήνυμά σου. Ήταν ο μοναδικός για μένα τρόπος να σε αγκαλιάσω, εσένα και την Αδελάιδα, όλους τους φίλους στην Casa (de las Américas).
Και για σένα επίσης είναι αυτό, το μόνο που ήμουν ικανός να κάνω εκείνες τις πρώτες ώρες, αυτό που γεννήθηκε σαν ποίημα και θέλω να το έχεις και να το φυλάς για να είμαστε περισσότερο μαζί.
ΤΣΕ
Είχα έναν αδελφό.
Δεν βλεπόμαστε ποτέ
Αλλά δε με πείραζε.
Είχα έναν αδελφό
που έπαιρνε τα βουνά
ενώ εγώ κοιμόμουν.
Τον αγαπούσα με τον τρόπο μου
του πήρα τη φωνή
ελεύθερη σαν το νερό,
περπάτησα για λίγο
κοντά στη σκιά του.
Δεν βλεπόμαστε ποτέ
αλλά δε με πείραζε,
ο αδελφός μου ξύπνιος
ενώ εγώ κοιμόμουν,
ο αδελφός μου να μου δείχνει
πίσω από τη νύχτα
το αστέρι που διάλεξε.
Θα ξαναγράψουμε ο ένας στον άλλο. Πολλές αγκαλιές στην Αδελάιδα. Για πάντα,
Χούλιο
Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης περιπλάνησης τους στη Νότια Αμερική, ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Αλμπέρτο Γκρανάδο βρέθηκαν στο Βαλπαραϊσο (Valparaíso) της Χιλής. Μια γραφική, παραθαλάσσια πόλη, «χτισμένη στην άκρη της παραλίας με θέα σε ένα μεγάλο κόλπο» όπως αναφέρει ο Τσε στα απομνημονεύματα του στα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας.
Οι δύο νεαροί αργεντίνοι κατέλησαν για να ξεκουραστούν προσωρινά στην «Τζιοκόντα», ενός ρεστοράν που ανήκε σε συμπατριώτη τους.
Μάρτιος 1952. Ο Τσε διηγείται στο ημερολόγιο του τις προσπάθειες να βρουν εργασία στο τοπικό νοσοκομείο (σ.σ: ο Τσε ήταν ακόμη φοιτητής Ιατρικής) και αναφέρει, με λόγια που σαν πρόκες καρφώνονται στη μνήμη, ίσως μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές του μεγάλου ταξιδιού του:
«Προσπαθούσαμε να έρθουμε σε απευθείας επαφή με τους γιατρούς του Πετροουέ, αλλά αυτοί μόλις γύριζαν από τις δραστηριότητες τους και, μην έχοντας καιρό για χάσιμο, δε μας παραχωρούσαν ούτε μία τυπική συνάντηση-ωστόσο τους είχαμε εντοπίσει και εκείνο το απόγευμα χωριστήκαμε: ο Αλμπέρτο τους ακολούθησε και εγώ πήγα να δω μια ασθματική γερόντισσα, πελάτισσα της «Τζοκόντα». Τη λυπόσουν την καψερή, το δωμάτιο της βρωμούσε ιδρωτίλα, ποδαρίλα και σκόνη από δυο τρεις πολυθρόνες, τα μοναδικά είδη πολυτελείας στο σπίτι της. Εκτός από το άσθμα, υπέφερε και από καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν μία από τις περιπτώσεις που ένας γιατρός, συνειδητοποιώντας ότι είναι ανίσχυρος μπροστά στην κατάσταση, νιώθει την επιθυμία μιας ριζικής αλλαγής, που να εξαλείψει την αδικία η οποία ανάγκασε τη γριά γυναίκα να δουλεύει σαν υπηρέτρια μέχρι τον προηγούμενο μήνα για να βγάλει το ψωμί της, ασθμαίνοντας, υποφέροντας, μα κρατώντας ψηλά το κεφάλι στη ζωή.
«Προσπαθούσαμε να έρθουμε σε απευθείας επαφή με τους γιατρούς του Πετροουέ, αλλά αυτοί μόλις γύριζαν από τις δραστηριότητες τους και, μην έχοντας καιρό για χάσιμο, δε μας παραχωρούσαν ούτε μία τυπική συνάντηση-ωστόσο τους είχαμε εντοπίσει και εκείνο το απόγευμα χωριστήκαμε: ο Αλμπέρτο τους ακολούθησε και εγώ πήγα να δω μια ασθματική γερόντισσα, πελάτισσα της «Τζοκόντα». Τη λυπόσουν την καψερή, το δωμάτιο της βρωμούσε ιδρωτίλα, ποδαρίλα και σκόνη από δυο τρεις πολυθρόνες, τα μοναδικά είδη πολυτελείας στο σπίτι της. Εκτός από το άσθμα, υπέφερε και από καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν μία από τις περιπτώσεις που ένας γιατρός, συνειδητοποιώντας ότι είναι ανίσχυρος μπροστά στην κατάσταση, νιώθει την επιθυμία μιας ριζικής αλλαγής, που να εξαλείψει την αδικία η οποία ανάγκασε τη γριά γυναίκα να δουλεύει σαν υπηρέτρια μέχρι τον προηγούμενο μήνα για να βγάλει το ψωμί της, ασθμαίνοντας, υποφέροντας, μα κρατώντας ψηλά το κεφάλι στη ζωή.
Το ζήτημα είναι πως στις φτωχές οικογένειες το μέλος που αδυνατεί να κερδίσει τα προς το ζην περιβάλλεται από μια ατμόσφαιρα δυσαρέσκειας, που κρύβεται με το ζόρι. Από εκείνη τη στιγμή παύει να είναι πατέρας, μητέρα, αδερφός· γίνεται ένας αρνητικός παράγοντας στον αγώνα για επιβίωση και, ως τέτοιος, στόχος μνησικακίας της υγιούς κοινότητας, που θεωρεί την αναπηρία του σαν προσωπική προσβολή γι’ αυτούς που πρέπει να τον συντηρήσουν.
Εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου. Στα μάτια των ετοιμοθάνατων βλέπεις μια καρτερική έκκληση συγνώμης και, συχνά, μια απελπισμένη έκκληση παρηγοριάς που χάνεται στο κενό, όπως θα χαθεί γρήγορα και το σώμα μέσα στην απεραντοσύνη του μυστηρίου που μας περιβάλλει.
Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, αλλά είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα, πολύ περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας. Δεν μπορώ να κάνω πολλά για την άρρωστη· της γράφω απλώς μια κατάλληλη δίαιτα, ένα διουρητικό και αντιασθματικά διαλύματα. Μου έχουν μείνει μερικές δραμαμίνες και της τις χαρίζω. Όταν βγαίνω, με ακολουθούν τα στοργικά λόγια της γερόντισσας και οι αδιάφορες ματιές των συγγενών».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου