ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ 4ου ΑΙΩΝΑ μ.Χ. ΩΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΜΕΡΟΣ 1ο
Όταν ο Γαλέριος εξέδωσε το 311μ.Χ. το διάταγμά του για την παύση των διωγμών κατά των Χριστιανών, τους οποίους αυτός και ο Διοκλητιανός είχαν εξαπολύσει για την εξάλειψη από την Αυτοκρατορία της Εκκλησίας του Χριστού, ομολογούσε την δική του αποτυχία και την θριαμβευτική νίκη, των Χριστιανών ομολογητών.
Όταν το 313 μ.Χ. ο Μέγας Κων/νος και ο Λικίνιος εξέδωσαν το διάταγμα των Μεδιολάνων , τότε η Εκκλησία του Χριστού εξήλθε θριαμβευτικά από τον αγώνα των τριών αιώνων διωγμών.
Όφειλαν να συγκεντρωθούν σε σύνοδο όλοι οι Επίσκοποι και να αναλογισθούν και να εκτιμήσουν και να προσδιορίσουν τις νέες σχέσεις του θεοίδρυτου αυτόνομου θεσμού της Εκκλησίας με την Αυτοκρατορία, έχοντας το νέο δεδομένο ότι ο Αυτοκράτορας ήταν τώρα ευνοϊκά διακείμενος προς την Χριστιανική πίστη και η Εκκλησία είχε αναγνωρισθεί επίσημα ως νομικό πρόσωπο.
Όφειλαν να δουν και το ζήτημα αυτό με την ίδια σοβαρότητα όπως και το ζήτημα των αιρέσεων, όπου με πνευματικό αγώνα είχαν διαφυλάξει την ορθοδοξία απέναντι στις αιρέσεις (γνωστικισμός, μοναρχισμός,μανιχαϊσμός κ.α.).
Θα διαπίστωναν τότε τα εξής:
Ότι αυτόνομα είχαν οργανώσει την ζωή τους οι Χριστιανοί στην Πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων, που περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων. Αυτόνομα οι πρωτοϊδυόμενες Εκκλησίες είχε καθιερώσει τον θεσμό της κοινοκτημοσύνης των κοινών γευμάτων “τις αγάπες” και τις “λογίες”.
Ότι λόγω των διωγμών οι θεσμοί αυτοί ανεπαισθήτως είχαν ατονίσει και στη συνέχεια είχαν αντικατασταθεί με την ελεημοσύνη.
Ότι οι Εκκλησίες ως πριν από μισόν αιώνα περίπου δεν είχαν κτήματα ως περιουσία και τα έσοδά των προέρχονταν από τις εισφορές των πιστών. Τώρα όμως έχοντας κτήματα στη διαχείρισή των οι Εκκλησίες, από δωρεές πιστών και του Αυτοκράτορα Κων/νου, ήταν αναπόφευκτο θα εισήγαγαν στην οικονομική λειτουργία της Εκκλησίας τον θεσμό της δουλοπαροικίας (κληρικοπάροικοι), που ήταν χριστιανικά ανεπίτρεπτος με βάση την χριστιανική πίστη στην αδελφοσύνη των ανθρώπων.
Ότι από εδώ και στο εξής όφειλαν τα λόγια και τις υποδείξεις τους προς τους κοσμικούς άρχοντες να είναι μια ολοκληρωμένη “διακονία του λόγου”, ώστε να ανταποκρίνονται πλήρως στα σχετικά στη σχετική υποχρέωσή τους, όπως επισημάνθηκε με τα λόγια του Χριστού μας.
“Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν, ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως”.( Ματθ. Κεφ. ΙΒ 36).
Ότι η αυτονομία της Εκκλησίας έπρεπε να γίνει σεβαστή από την Αυτοκρατορική εξουσία. (Ματθ. Κεφ. ΚΒ 15-22). Ότι αυτό που ως τότε υφίστατο ως δόγμα στη Ρωμαϊκή παράδοση, θρησκείες και Κράτος να είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στο αυτό πρόσωπο ως Αυτοκράτορας και pontifex maximus , Χριστιανικά ήταν απαράδεκτο. Δηλαδή ο χριστιανός ως Αυτοκράτορας που ήταν ο τότε φορέας της κοσμικής εξουσίας δεν μπορούσε να είναι και ανώτατος ιερέας όλων των θρησκειών της Αυτοκρατορίας.
Ότι επομένως όφειλαν επίσημα με απόφασή τους ομόφωνη να παρουσιάσουν στον Αυτοκράτορα το Χριστιανικό δόγμα περί των κοσμικών εξουσιών. Ότι το “άρχειν” προέρχεται από το Θεό και οι κοσμικοί άρχοντες οφείλουν να είναι διάκονοι του Θεού για το καλό των ανθρώπων.(Μαρκ. Κεφ. Ι 42-45 και Κεφ. 13 της προς Ρωμαίους Επιστολή Αποστόλου Παύλου) και επομένως ότι ως προς την νοοτροπία, την πρακτική, τους θεσμούς και νόμους όφειλε πλέον ο Χριστιανός Αυτοκράτορας να βάλει στους στόχους του την εναρμόνισή των με τις χριστιανικές αρχές και αξίες, ώστε να υπάρχει συναλληλία με την δράση της Εκκλησίας.
Δυστυχώς δεν έγινε μια τέτοια διακήρυξη. Ατυχώς διαμορφώθηκε το αντίθετο προς την χριστιανική πίστη πολιτικό δόγμα της “ελέω Θεού Βασιλείας”, που πρώτος στον πανηγυρικό του προς τον Μ. Κων/νο διατύπωσε ο Επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος “….ότι βουλήσει Θεού έσχε το βασιλεύειν” (Ευσέβιος Βίος Μ. Κων/νου Α΄24 & Δ΄24). Χρειάστηκε μισόν περίπου αιώνα να φθάσουμε στην εποχή του αυτοκράτορα Γρατιανού για να αποποιηθεί ο αυτοκράτορας ως κοινωνική συνεκτική ιδεολογική σπονδυλική στήλη,το αξίωμα του Μεγάλου Ποντίφικα.
Αυτά βεβαίως δεν έγιναν με συνοδική απόφαση, ούτε πριν ούτε στην Α΄Οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας ούτε μετά.
Η έριδα γύρω από την Αρειανή αίρεση είχε απορροφήσει όλη την προσοχή των τότε Επισκόπων.
Παρά ταύτα και μέσα στο απαξιωτικό γενικό κλίμα τον 4ο μ.Χ. αιώνα αναδείχθηκαν οι μεγάλοι Επίσκοποι, Πατέρες της Εκκλησίας, που είχαν συνείδηση της ιστορικής ευθύνης των και ανταποκρίθηκαν και στο χρέος τους αυτό.
Ο μακαριστός π. Γ. Μεταλληνός έλεγε χαρακτηριστικά ότι Ορθοδοξία σημαίνει Πατερικότητα και ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αντλούν το κύρος τους από τους θεούμενους-αγίους που συμμετέχουν σε αυτές (και όχι το αντίστροφο).
Επομένως τα γραπτά των Αγίων Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Νύσσης, Γρηγορίου Θεολόγου, Αμβροσίου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, έχουν το ίδιο κύρος με τις αποφάσεις των Οικ. Συνόδων.
Βέβαια, δεν έχουν το χαρακτήρα Κανόνα , αλλά το χαρακτήρα προτροπής, συμβουλής.
Ήταν οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, που υπήρξαν υπέρμαχοι της αυτονομίας της Εκκλησίας και μέγιστες προσωπικότητες της Ιστορίας. Σε μια κοινωνία που οι άνθρωποι είχαν ως κοινωνικό αίτημα το “άρτο και θεάματα”, την διανομή σιταριού και θεάματα τις μονομαχίες τις θηριομαχίες και τις αρματοδρομίες, οι μεγάλοι αυτοί Πατέρες της Εκκλησίας, τους πρότειναν έναν άλλο τρόπο ζωής, που οπωσδήποτε συνιστούσε για τον κάθε ρεαλιστή μια ουτοπία. Αυτό το γράφω για τους σημερινούς “Επισκόπους” που αρκούνται στον ρεαλισμό σε ότι αφορά την “διακονία του λόγου”. Παραθέτω κατωτέρω την στάση και την δράση των απέναντι στην τότε κοσμική εξουσία.
1. Ο Όσιος Κορδούης γύρω στο 300μ.Χ. έγινε επίσκοπος της Κόρδοβας της Ισπανίας. Από το 303 με 305μ.Χ. είχε υποστεί διώξεις κατά την διάρκεια του διωγμού του Μαξιμιανού, αλλά η θαρραλέα στάση του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα και έχαιρε σεβασμού από όλη την κοινωνία των τότε Χριστιανών. Μετά το 313μ.Χ. ο Μ. Κωνσταντίνος τον προσέλαβε ως σύμβουλό του.
Προήδρευσε σε Σύνοδο Επισκόπων στην Αντιόχεια, η οποία προετοίμασε τον δρόμο για τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Στην Α΄Οικουμενική σύνοδο μετείχε στις εργασίες της, και υποστήριξε την γενομένη γενικά αποδεκτή πρόταση λύσεως του θεολογικού ζητήματος που περιλήφθηκε στο σύμβολο πίστεως της Νίκαιας.
Μετά τον θάνατο του Μ.Κων/νου, συγκρούστηκε με τον υιό του τον Κωνστάντιο Β΄, που από το 337 μ.Χ. ήταν Αυτοκράτορας στο Ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο οποίος υποστήριζε τον Αρειανισμό.
Στη Σύνοδο της Σαρδικής το 343 μ.Χ. υποστήριξε τον διωκόμενο από τον Αυτοκράτορα Κωνστάντιο Επίσκοπο Αλεξανδρείας Μέγα Αθανάσιο. Πήρε μέρος στην και το έτος 347 μ.Χ. στη Σύνοδο της Σαρδικής, όπου συνέπραξε στο να αθωωθεί ο Μέγας Αθανάσιος από τις εναντίον του κατηγορίες εκ μέρους των Αρειανών.
Σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο θα του επισημάνει τους διακριτούς ρόλους και τα διακριτά πεδία δράσης ανάμεσα σε Εκκλησία και Πολιτεία.
Σε επιστολή του, που σώζεται από τον Μέγα Αθανάσιο στο έργο του “Περί των γεγενημένων παρ΄Αρειανών” γράφει προς Αυτοκράτορα Κωνστάντιον τον Β΄ με θάρρος και τον καλεί να μην αναμιγνύεται στα εσωτερικά πράγματα της Εκκλησίας, υπερασπιζόμενος την ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ της Εκκλησίας του έγραφε: “Μη τίθει σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ περί τούτων ημίν παρακελεύου, αλλά μάλλον παρ' ημών συ μάνθανε ταύτα….. ”.
Αποτέλεσμα της στάσης του αυτής ήταν ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος να τον καταδίωξει αμείλικτα. Τον υπέβαλε σε πολλές εξορίες και κακοπάθειες. Ο Όσιος όμως, κράτησε όρθιο το ορθόδοξο φρόνημα του μέχρι τέλους. Δίκαια λοιπόν τον εγκωμιάζει γι' αυτά ο Θεοδώρητος, ο δε Μέγας Αθανάσιος τον τιτλοφορεί πατέρα των Επισκόπων. Αποδήμησεν εις Κύριον το 358μ.Χ.
2. Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε περί το 298 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Την θεολογική μόρφωση του την πήρε από τη θεολογική κατηχητική Σχολή Αλεξάνδρειας. Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του ήθους του και στην πορεία της ζωής του, είχε η γνωριμία του με τον Μέγα Αντώνιο. Έγραψε την βιογραφία του του μεγάλου αυτού πρωτοπόρου ασκητή.
Ο Αθανάσιος για την καταπολέμηση των σφαλερών δογματικών απόψεων του Αρείου, συνέγραψε σημαντικά κείμενα όπως το “Κατά Ειδώλων” και το “Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου”.
Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολούθησε και στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325μ.Χ. Εκεί αναδείχθηκε πρωτεργάτης στην καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου.
Το 327 Μ.Χ. είχε γίνει σύνοδος Επισκόπων με πλειοψηφία αρειανιστών, που αποφάσισε την αναίρεση του αφορισμού του Αρείου. Το 328μ.Χ. ο Αθανάσιος εξελέγη Επίσκοπος Αλεξανδρείας και αρνήθηκε να δεχθεί σε κοινωνία τον Άρειο , παρά το γεγονός ότι ο Μ. Κωνσταντίνος ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία του και διέταξε, ο Άρειος να γίνει δεκτός στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας.
Με στόχο την κοινωνική ειρήνη, το 334 μ. Χ. ο Κων/νος συνεκάλεσε σύνοδο Επισκόπων στην Καισάρεια (στην οποία ο Αθανάσιος δεν πήγε) και το 335μ.Χ. νέα σύνοδο στην Τύρο όπου, πέρα από τις δογματικές διαφορές, ανεφύησαν και προσωπικές διαφορές μεταξύ των αντιπάλων μερίδων Επισκόπων.
Σ΄αυτήν αποφασίστηκε η καθαίρεση του Αθανασίου από Επισκόπου Αλεξανδρείας. Στη συνέχεια ο Κων/νος κάλεσε σε ακρόαση τον Αθανάσιο. Αυτός ενώπιον του αναδείχθηκε ανυποχώρητος μαχητής της Ορθοδοξίας, ικανός για κάθε θυσία και με αποφασιστικό θάρρος αντιστάθηκε στον Αυτοκράτορα, στην κοσμική του εξουσία, υπερασπιζόμενος την αυτονομία της Εκκλησίας .
Ο Κων/νος επεμβαίνοντας στα της Εκκλησίας , επικύρωσε την απόφασή των κατηγόρων του Επισκόπων περί καθαιρέσεως του από Επίσκοπο Αλεξανδρείας. Ταυτόχρονα τον εξόρισε στους Τρεβήρους της Γαλατίας.
Αυτή ήταν η πρώτη του εξορία, που διήρκεσε 2 έτη και 4 μήνες. Επέστρεψε από την εξορία το 337 μ.Χ, μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν οι υιοί του Κωνστάντιος, Κώνστας και Κωνσταντίνος Β΄, που είχαν διαμοιρασθεί την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία , ανακάλεσαν τις πράξεις επιβολής της ποινής της εξορίας των ευρισκομένων σε εξορία επισκόπων και οι εξόριστοι επίσκοποι επέστρεψαν πίσω στις έδρες τους.
Στην επιστροφή του Αθανασίου στην Αλεξάνδρεια, αντέδρασαν οι αντίπαλοί του με σωρεία πολλών συκοφαντιών, Ο Αθανάσιος προσπάθησε να τις εξουδετερώσει με την σύγκληση συνόδου 100 επισκόπων, που διακήρυξαν την αθωότητα του. Οι Αρειανοί όμως Επίσκοποι επέτυχαν να συγκληθεί από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο σύνοδος Επισκόπων στην Αντιόχεια το 339μ.Χ.
Η σύνοδος αυτή επικύρωσε την καθαίρεσή των επανελθόντων από την εξορία Ορθοδόξων Επισκόπων. Οι ορθόδοξοι επίσκοποι στη συνέχεια εξορίστηκαν από τον Αρειαντιστή Κωνστάντιο. Οι εξόριστοι πήγαν στη Δύση, που υπήγετο στην εξουσία του συναυτοκράτορα Κώνστα.
Ο Αθανάσιος εξορίζεται στη Ρώμη. Εκεί ο επίσκοπος Ρώμης Ιούλιος, συγκαλεί σύνοδο Επισκόπων η οποία κηρύσσει πίστη στο σύμβολο της Νίκαιας και αθώωσε τον Αθανάσιο. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος πιέζει τον αδερφό του Κώνστα, να παρατείνει την εξορία του Αθανασίου, παρά τη συνοδική απόφαση των Επισκόπων στη Ρώμη. Η επιστροφή του Αθανασίου στην Αλεξάνδρεια θα γίνει το 346 μ.Χ. Δηλαδή ο Αθανάσιος έμεινε 6 έτη στην εξορία .
Το 350 ο Κώνστας δολοφονείται, ο Κωνστάντιος γίνεται μονοκράτορας του Δυτικού και του Ανατολικού μέρους της Αυτοκρατορίας. Οι Αρειανοί επίσκοποι, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός αυτό και σε σύνοδο επισκόπων καθαίρεσαν τον Αθανάσιο. Στη συνέχεια απεστάλη από τον Κωνστάντιο άγημα 5.000 στρατιωτών με το στρατηγό Συριανό, με σκοπό την εξόντωσή του. Ο Αθανάσιος φυγαδεύθηκε από τους πιστούς του στη έρημο, όπου για έξι χρόνια διαφεύγει τη σύλληψη με τη βοήθεια φιλικά διακείμενων μοναχών. Αν και διωκόμενος ο Αθανάσιος βρήκε την ευκαιρία να γράψει έναν πολύ μεγάλο αριθμό έργων του, ενώ ταυτόχρονα διεξήγαγε εκστρατεία, ώστε να κατασταλεί κάθε αρειανή επιρροή.
Μετά το θάνατο του Κωνστάντιου το 361μ.Χ., αυτοκράτορας ανακηρύσσεται ο Ιουλιανός. Το 362 μ.Χ. εξέδωσε διάταγμα περί επιστροφής των εξορίστων και με βάση αυτό επέστρεψαν στις θέσεις τους οι εξορισμένοι ορθόδοξοι Επίσκοποι, μεταξύ αυτών και ο Αθανάσιος.
Άμεσα και αναπόφευκτα αρχίζει η σύγκρουσή του με τον Ιουλιανό. Ο μεν Ιουλιανός θέλει να επαναφέρει το καθεστώς της “πατρώας θρησκείας” του παγανισμού, ο δε Αθανάσιος μάχεται με όλες του τις δυνάμεις για την ενδυνάμωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ενάντια στον παγανισμό. Όταν ο Ιουλιανός πληροφορήθηκε για τη δράση αυτή του Αθανασίου το ίδιο έτος 362 μ. Χ. διατάσσει την εξορία του. Ο Αθανάσιος εξορίζεται στη Θηβαΐδα.
Ο Αθανάσιος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όταν σκοτώθηκε ο Ιουλιανός. Προχώρησε απρόσκοπτα το έργο του μέχρι τον Ιανουάριο του 364μ.Χ., οπότε αναδειχθεί Αυτοκράτορας ο Ουαλεντινιανός Α΄ με συναυτοκράτορα τον αδελφό του Ουάλη ή Βάλη, οι οποίοι ήταν οπαδοί του Αρείου. Οι δύο Αυτοκράτορες επανέφεραν την νομοθεσία του Κωνστάντιου, που κατοχύρωνε ως επίσημο το Αρειανικό δόγμα και εκδίωξαν από την Αλεξάνδρεια τον Αθανάσιο.
Για 4 μήνες ο Αθανάσιος κρυβόταν «εν πατρώο μνήματι». Μέσα σε τέσσερις μήνες όμως, φοβούμενος εξέγερση ο Ουάλης από την αγανάκτηση των κατοίκων της Αλεξάνδρειας, ανακάλεσε από την εξορία τον Αθανάσιο. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του το 373 μ.Χ. παρέμεινε στη θέση του ως Επίσκοπος Αλεξανδρείας.
Διετέλεσε Επίσκοπος για 46 έτη, εκ των οποίων τα 17 τα πέρασε σε 6 εξορίες που του επιβλήθηκαν από τους Αυτοκράτορες υπερασπιζόμενος την Ορθοδοξία και την αυτονομία της Εκκλησίας.
Από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς , λόγω του μεγάλου ζήλου και της φήμης που είχε χαρακτηρίστηκε ως “ανυποχώρητος μαχητής” πήρε και την προσωνυμία “στύλος της ορθοδοξίας”.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου